Η επαγγελματική πορεία του Γιώργου Τσούκαλη γεμίζει βιβλία και δεν είναι τυχαίο ότι θεωρείται πλέον ο «πατριάρχης» της ιδιωτικής έρευνας στην Ελλάδα. Η «Espresso» ξέκλεψε λίγο από τον πολύτιμο χρόνο του έμπειρου ερευνητή, ο οποίος ζει μια ζωή σαν μυθιστόρημα, αλλά μας υποδέχθηκε με ιδιαίτερη φιλικότητα στο «στρατηγείο» του και μας μίλησε για την πολυετή πορεία του στον χώρο, τις υποθέσεις που τον σημάδεψαν, τον φόβισαν, τον δικαίωσαν.
- Από τον Γιάννη Κωτσαλά
Χωρίς το παραμικρό ίχνος έπαρσης, αν και έχει πολλά «γαλόνια» στο βιογραφικό του, θυμήθηκε μαζί μας τα πρώτα του βήματα, τις πιο πολύκροτες υποθέσεις, τις θυσίες και το μεγάλο του πάθος, που είναι το εθελοντικό κυνήγι όσων λυμαίνονται την πολιτιστική μας κληρονομιά, το οποίο τον έχει καταστήσει αναμφισβήτητα ως εθνικό διώκτη των αρχαιοκαπήλων.
Από πότε είστε στην ιδιωτική έρευνα;
Από φοιτητής, το 1975. Ηταν ένα μεράκι, έλεγα πάντα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός ή ντετέκτιβ. Ως ηθοποιός ήμουν ατάλαντος, κι έτσι μάζευα χαρτζιλίκι από 14-15 χρόνων και πήγαινα στον κινηματογράφο για να δω αστυνομικές ταινίες. Μάλιστα, καθόμουν και στη δεύτερη προβολή για να αποτυπώσω κάθε λεπτομέρεια!
Πού συνέβησαν αυτά;
Στα Γιάννενα, την πατρίδα μου.
Και πότε ξεκινήσατε για Αθήνα;
Οταν μπήκα στην Ανωτάτη Βιομηχανική Πειραιώς. Εκτοτε, έμεινα στην Αθήνα, ενώ η οικογένειά μου παρέμεινε στα Γιάννενα.
Τι άλλες δουλειές κάνατε προηγουμένως;
Η πρώτη δουλειά μου ήταν σε ένα οικοτροφείο παιδιών, τα οποία εργάζονταν το πρωί και το βράδυ πήγαιναν σε ναυτικές σχολές του Πειραιά. Τα πρόσεχα το βράδυ, περίπου 25 παιδιά, εγώ διάβαζα όλη νύχτα, το πρωί τα ξυπνούσα, τους έφτιαχνα πρωινό και μετά πήγαινα στη Βιομηχανική. Παράλληλα, όμως, έπιασα και δεύτερη δουλειά, στον ιππόδρομο ως ταμίας, γιατί δεν είχα οικονομική ευχέρεια.
Πώς ήταν εκεί, παρά τον πειρασμό του τζόγου;
Ηταν μια δουλειά που έπρεπε να κάνω για να έχω έσοδα, αλλά δεν έπαιξα ούτε μία δραχμή! Από στάση ζωής δεν υπήρξα ποτέ τζογαδόρος.
Και πώς μπήκατε στην έρευνα;
Εψαχνα αγγελίες και βρήκα ένα γραφείο το 1975, μετά πήγα σε δεύτερο. Εκεί ασχολήθηκα με τις πρώτες υποθέσεις ως ελεύθερος συνεργάτης. Στη συνέχεια διέκοψα την αναβολή μου και υπηρέτησα ως έφεδρος αξιωματικός. Αλλά, πριν από τις έρευνες, όταν απολύθηκα, για να μαζέψω κάποια χρήματα πήγα ως διευθυντής πωλήσεων στο καταναλωτικό τμήμα της ΡΙΚΟΜΕΞ. Εκεί πήγα πάρα πολύ καλά, δούλευα από τις 6 το πρωί ως τις 12 τη νύχτα σε όλα τα τμήματα. Ομως, όταν μάζεψα χρήματα άνοιξα επιτέλους το δικό μου γραφείο ύστερα από 40 κύματα, στην οδό Σωκράτους στην Ομόνοια, απέναντι από το 4ο Αστυνομικό Τμήμα.
Δηλαδή, περιπέτειες;
Οταν άνοιξα το γραφείο, επί έξι μήνες δεν μου μιλούσε η μητέρα μου!
Γιατί;
Γιατί το επάγγελμα της φαινόταν περίεργο, ότι δεν έχει μέλλον, και υπήρχαν και οι κακόπιστοι που έλεγαν διάφορα. Να φανταστείτε, έπαιρνα τηλέφωνο στα Γιάννενα, το σήκωνε η μητέρα μου και δεν μου μίλαγε, και έλεγε στην αδελφή μου «έλα, ο αδελφός σου»! Μου μίλησε αργότερα, όταν ήρθε στην Αθήνα και βγήκαμε για φαγητό με τον φίλο μου Κώστα Στέφο, διοικητή Ασφαλείας στο 4ο Αστυνομικό Τμήμα, απέναντι από το γραφείο μου. Ενας εξαίρετος άνθρωπος που με στήριζε, με είχε πιστέψει και οι συμβουλές του είναι για μένα πυλώνες έως σήμερα.
Θυμάστε τον πρώτο άνθρωπο που μπήκε στο γραφείο σας και ζήτησε τη βοήθειά σας, και για ποια υπόθεση;
Η πρώτη υπόθεση -όταν την πήραμε… πανηγυρίζαμε με μια συνεργάτιδά μου!- ήταν για έναν έφηβο 16 χρόνων που τον είχαν πάρει σε μοναστήρι και δεν έλεγε κανείς πού είναι. Τελικά, ύστερα από πολλές περιπέτειες και κινδύνους, γιατί επιχείρησαν να μας προπηλακίσουν εμένα και τον συνεργάτη μου, εντοπίσαμε το παιδί και στη συνέχεια ανέλαβαν οι γονείς με νομική συνδρομή για τα περαιτέρω,
Αλλη έντονη υπόθεση εκείνα τα χρόνια;
Η αμύθητη κληρονομιά στην Τουρκία. Ηταν τρία αδέλφια, δύο άνδρες και μια γυναίκα, κληρονόμοι της ζάπλουτης οικογένειας μιας Ελληνίδας και ενός Τούρκου αξιωματούχου με μεγάλη θέση. Οταν ο Τούρκος πέθανε, η περιουσία πέρασε στη σύζυγο, η οποία ήταν σε προχωρημένη ηλικία, και στο μεταξύ τα δυο αδέλφια δήλωσαν σε αφάνεια την αδελφή τους με ανακοίνωση σε μικρή εφημερίδα, ενώ είχαν επαφές. Μετά την παρέλευση πέντε ετών κηρύχθηκε η αδελφή σε αφάνεια και τα δύο αδέλφια κληρονόμησαν την τεράστια περιουσία. Αυτό ήταν μια μεγάλη απάτη, που χρειάστηκε να πάω στην Κωνσταντινούπολη για να ερευνήσω. Το εκπληκτικό είναι ότι, το βράδυ προτού φύγω, ένας φίλος αντιπρόσωπος σε εταιρία μού είπε ότι θα με συστήσει στον συνάδελφό του στην Πόλη για να με διευκολύνει, και αποδείχτηκε ότι αυτός ήταν ο ενορχηστρωτής όλης της απάτης!
Αυτό από σύμπτωση;
Ναι, καθαρή σύμπτωση… Αυτός κυκλοφορούσε με τρία διαβατήρια και τρία ονόματα, και μας έκανε επίδειξη οικονομικής και κοινωνικής δύναμης, χωρίς να ξέρει ότι ερευνάμε την υπόθεση. Και μάλιστα, μας έδειχνε πού μπορείς να πετάξεις ένα πτώμα, όπου δεν θα το βρει κανείς! Τελικά, ύστερα από πολλές περιπέτειες και επαφές με το προξενείο, γνωστούς, πιέσεις και πολλά άλλα, αποκαλύψαμε την απάτη και βγάλαμε την υπόθεση. Τότε, η επιτυχία αυτή έγινε γνωστή και Κωνσταντινοπολίτες άρχισαν να μου αναθέτουν πολλές τέτοιες υποθέσεις.
Την ίδια εποχή, τα γραφεία ερευνών είχαν εστιάσει στη μοιχεία…
Ναι, εγώ ήθελα να κάνω τη διαφορά. Σκέφτηκα ότι τα προβλήματα είναι και αλλού – επιχειρηματικά, ναυτιλιακά, εξαφανίσεις. Θα μπορούσα, βέβαια, να ασχοληθώ και εγώ με τέτοιες υποθέσεις και να βγάλω εύκολο χρήμα, αλλά προτίμησα να περάσω δύσκολα στην αρχή για να χτίσω κάτι, και επειδή είχα γνώσεις λόγω οικονομικών σπουδών, ήθελα να κάνω τη διαφορά.
Κόντρα, δηλαδή, σε αυτό που τότε έλεγαν «ντετέκτιβ»;
Τότε είχαν ταυτίσει τον ντετέκτιβ, όπως λεγόταν, με τη μοιχεία, τις παρακολουθήσεις, το οποίο για μένα δεν είχε μέλλον. Κανείς δεν σκεφτόταν άλλες κατευθύνεις, όπως η ναυτιλία, που ασχολήθηκα και υπάρχουν αμέτρητες απάτες.
Δηλαδή;
Υπήρχε πλοίαρχος που έφερνε πλοίο από την Ιαπωνία με έξοδα 30.000.000 δραχμές και άλλος με 60.000.000. Κάποιος, λοιπόν, έκλεβε, και αυτό το ήξεραν και οι πλοιοκτήτες, ωστόσο έπρεπε να βρω στοιχεία για την απάτη. Το ίδιο και με τις ασφαλιστικές – αμέτρητες απάτες και εκεί… Με τέτοιες υποθέσεις, που είναι δύσκολες, χτίζεις ένα οικοδόμημα.
Αλλοι, όμως, «ντετέκτιβ» εξαπατούσαν και κόσμο τότε.
Ναι, και αυτό ήταν ένα στίγμα. Και, όπως είχε πει ο πρώην αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. Γιάννης Ραχωβίτσας στην παρουσίαση του βιβλίου μου, «το πρόβλημα δεν ήταν ο Γιώργος να κάνει σωστά τη δουλειά του, αλλά να πείσει και την Αστυνομία ότι μπορεί να συνεργαστεί και ότι λειτουργεί χωρίς να σκέφτεται ότι θα αποκομίσει οφέλη που δεν του αναλογούν».
Και πότε έρχεται το τεράστιο κεφάλαιο στην καριέρα σας, το κυνήγι των αρχαιοκαπήλων;
Αυτό ήταν μια «τρέλα», η αδρεναλίνη που με γέμισε. Ξεκίνησε με παρότρυνση του διευθυντή της «Μεσημβρινής» Γιώργου Μπέρτσου, όταν τον ενημέρωσα για μια υπόθεση στα Μέγαρα. Του λέω «ενημέρωσα την Αστυνομία» και αυτός σηκώθηκε και με έβρισε, λέγοντάς μου «θα ασχοληθείς κι εσύ, γιατί είναι εθνικό θέμα». Από τότε κόλλησα το μικρόβιο του εθελοντισμού.
Το οποίο εξελίχθηκε σε μοναδικό έργο.
Κλείσαμε 30 χρόνια, χειριστήκαμε 67 υποθέσεις, οι 65 με αίσιο τέλος, και παραδώσαμε στην Πολιτεία 16.537 αρχαία αντικείμενα.
Με κινδύνους;
Πολλούς! Για τα αρχαία της Κορίνθου θα πήγαινα να συναντήσω τους αρχαιοκαπήλους βάσει σχεδίου της Ασφάλειας και του υπουργείου Πολιτισμού, για να τους πείσω να τα παραδώσουν, καθώς δεν μπορούσαν να τα πουλήσουν, αφού είχε παρέμβει η UNESCO και ήταν μπλοκαρισμένα σε μια αποθήκη στο Μαϊάμι. Εκείνο το βράδυ, ο τότε αρχηγός της ΕΥΠ μού ζήτησε να με συνοδεύσει μια ομάδα ασφαλείας. Του είπα να μην το κάνει, γιατί, αν μας αντιληφθούν, θα χαλάσει η δουλειά και θα έχω τύψεις. Δεν σας κρύβω ότι ο φόβος ήταν τεράστιος στο ραντεβού στις 4 τα ξημερώματα, σε μια ερημιά στον Υμηττό, όταν οι αρχαιοκάπηλοι περίμεναν να πάρουν τα χρήματα, αλλά τελικά βρέθηκαν με χειροπέδες.
Πιο δύσκολα τότε, χωρίς τεχνολογία, όπως, π.χ., το διαδίκτυο;
Ο βαθμός δυσκολίας είναι αντίστοιχος της εποχής. Στην υπόθεση Αλεξ δεν ήταν σε ευρεία χρήση, όμως σε αυτήν του Γιακουμάκη βοήθησε. Ο ερευνητής πρέπει να προσαρμόζεται, όπως ο γιατρός ενημερώνεται για τις νέες θεραπείες.
Εχουν γίνει όμως πιο σύνθετες οι υποθέσεις, όπως οι ηλεκτρονικές απάτες, με τις οποίες έχετε ασχοληθεί ιδιαίτερα και έχει αναδείξει η «Espresso»…
Σίγουρα, και χρειάζονται και καλές γνωριμίες. Για παράδειγμα, ο Αλβανός που εντοπίσαμε στο Παρίσι με διεθνές ένταλμα, πριν από 20 χρόνια. Για να το πετύχουμε θα έπρεπε να απασχολούμε μεγάλη ομάδα συνεργατών, ενώ τα καταφέραμε με την τεχνολογία και τη βοήθεια από Γάλλο αξιωματούχο στον οποίο πήγα συστημένος. Το ίδιο και με τις οικονομικές απάτες – χρειάζεται έρευνα βαθιά, σε διεθνές επίπεδο, για να βρεις μια «Κερκόπορτα» και να χτυπήσεις το έγκλημα του «λευκού κολάρου», που εκμεταλλεύεται κενά του νόμου.
Πώς μπορεί ένας νέος να γίνει «Τσούκαλης»;
Χρειάζεται μεράκι, να ερωτευτεί το επάγγελμα, να ξεκαθαρίσει μέσα του ότι υπηρετεί την ευνομία και να εμπνεύσει σεβασμό. Το μεγαλύτερο βραβείο για μένα είναι ότι μου αναγνωρίζουν ότι ποτέ δεν μπήκα στα «χωράφια» της ΕΛ.ΑΣ. Σεβόμουν πάντοτε το έργο της και έχω εισπράξει σεβασμό. Είχα μέσα μου, σαν ανεξίτηλο τατουάζ, ότι είμαι ένας ιδιώτης υπηρέτης της ευνομίας. Χωρίς αυτά δεν κάνεις τίποτα.
Θα έχει τύχει, όμως, σε μια υπόθεση η απέναντι πλευρά να προσπαθήσει με κάποιον τρόπο να σας «εξαγοράσει»…
Επρόκειτο να καταθέσω στο Εφετείο, στη Σωκράτους, για μια υπόθεση που είχα βγάλει. Με πλησίασε ένας δικηγόρος των κατηγορουμένων και μου ζήτησε να μου μιλήσει ιδιαιτέρως. Με αποτράβηξε και μου άνοιξε μια τσάντα σαν των γιατρών, γεμάτη χρήματα, και μου λέει «ό,τι ήταν να κάνεις το έκανες – μάσησέ τα λίγο να αθωωθεί ο πελάτης μου και πάρ’ τα». Του απαντώ «φύγε, γιατί θα καλέσω την Αστυνομία» και έφυγε κάθιδρος. Αργότερα, ο ίδιος άφηνε να διαρρεύσει «ρε τον βλάχο, δεν τα πήρε», και σίγουρα, αν τα είχα πάρει, θα έλεγε «το λαμόγιο τα πήρε». Ε, αυτό ήταν ο μεγαλύτερος τίτλος τιμής.
Εχουν έρθει πελάτες με έκνομα κίνητρα;
Πολλές περιπτώσεις. Για παράδειγμα, ήρθε πελάτης που είχε φέρει ένα πανάκριβο αυτοκίνητο από τη Γερμανία, το έβαλε σε μάντρα για πώληση, το έκλεψε ο ίδιος και ήρθε για να του το βρω, ώστε να με χρησιμοποιήσει ως άλλοθι. Τελικά, όταν το εντοπίσαμε σε μια καλύβα στη Βοιωτία και του το είπα, έπεσε από τα σύννεφα… Επίσης, στην πολύκροτη υπόθεση της δολοφονίας της σολίστα του πιάνου Παναγιώτας Μαζαράκη, που την είχε τσιμεντώσει ο σύζυγός της στο πάρκο Πικιώνη στη Φιλοθέη το 2008, είχε έρθει να μου αναθέσει την εξαφάνισή της για να χτίσει το άλλοθί του…
Σχέδια για το μέλλον;
Πάντα αναζητώ να κάνω κάτι, γιατί αλλιώς νιώθω να είμαι σε τέλμα – από την ενασχόλησή μου με το international action art και το art magazine έως υποθέσεις που αναλαμβάνω για να «γεμίσω», όπως ο Αλεξ, ο Γιακουμάκης, η Ζέμπερη, η Λαγούδη, η Αρτεμις και τόσες άλλες. Δεν τα αξιολογείς όλα με το χρήμα – υπήρξαν υποθέσεις που έβαλα από την τσέπη μου.
Είστε πολύ γνωστός και επιτυχημένος. Εχετε δεχτεί πρόταση να πολιτευτείτε;
Και για δημοτικές και για βουλευτικές, αλλά, αν και νομίζουμε ότι όσοι έχουμε αναγνωρισιμότητα κάνουμε για πολιτικοί, εγώ λέω ότι δεν κάνω για πολλούς λόγους. Πιο πολύ θα με γέμιζε μια πληροφορία για να βρω αρχαία. Να μπλέξω με την πολιτική θα ήταν μεγάλο λάθος. Εχω ζήσει έντονα, προσπάθησα να είμαι χρήσιμος και κοιμάμαι ήρεμος. Με «γεμίζει» να πάω σε ένα ταβερνάκι με τον φίλο ψυχής Μίμη Πλέσσα και τον Μαυρίκιο Μαυρ