Η πολύκροτη υπόθεση με τους ανεξήγητους θανάτους των τριών κοριτσιών της οικογένειας Δασκαλάκη από την Πάτρα, κέντρισε εξαρχής την προσοχή της ελληνικής κοινωνίας. Τα βλέμματα όλων στράφηκαν στις αντιδράσεις των γονέων και τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν τη δημοσιότητα γύρω από το όνομά τους, με το βάρος να πέφτει στην ίδια τη μητέρα. Η Ρούλα Πισπιρίγκου δήλωνε ότι ψάχνει απαντήσεις για τα αίτια που προκάλεσαν τον θάνατο των παιδιών της, μέχρις ότου τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων της πρωτότοκης κόρης τους, τα οποία έδειξαν χορήγηση υψηλής ποσότητας κεταμίνης στον οργανισμό της, την έφεραν αντιμέτωπη με ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία της 9χρονης Τζωρτζίνας.
- Από την Πωλίνα Χρήστου
Η 33χρονη μητέρα η οποία συνελήφθη και παραμένει κρατούμενη στη ΓΑΔΑ, ζήτησε και έλαβε προθεσμία για να απολογηθεί την 4η Απριλίου. Αρνείται κατηγορηματικά ότι είναι υπεύθυνη για τον θάνατο του παιδιού της. Την ίδια ώρα, στα ΜΜΕ επικρατεί καταιγισμός σχολίων, μαρτυριών που «βλέπουν» τώρα το φως της δημοσιότητας, ενώ οι χρήστες του μέσων κοινωνικής δικτύωσης σχολιάζουν μανιωδώς την υπόθεση, «καταδικάζοντας» τη μητέρα για τους θανάτους και των τριών κοριτσιών.
Είναι αυτό το έγκλημα του αιώνα, όπως πολλοί το χαρακτηρίζουν; Ποια μπορεί να ήταν τα κίνητρα της μητέρας; Μπορεί κάποιος να μιλήσει για το προφίλ της 33χρονης; Ο δικηγόρος Αθηνών και Δρ. Εγκληματολογίας Παναγιώτης Παπαϊωάννου εξηγεί στο newsbreak.gr όλ, όσα πρέπει να διευκρινιστούν.
K. Παπαϊωάννου, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν τρανταχτές αποδείξεις σε μια «αψεγάδιαστη» -όπως χαρακτηρίστηκε- δικογραφία, η κατηγορούμενη μητέρα δεν έχει ομολογήσει τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται. Ποια είναι η βαρύτητα της ομολογίας της και πόσο απαραίτητη είναι σε αυτό το στάδιο;
Διέρρευσε εν είδει βεβαιότητας, ότι υπάρχει μια αψεγάδιαστη δικογραφία πριν ακόμα το κοινωνικό σώμα, ο νομικός κόσμος και ο δημοσιογραφικός κόσμος μπορέσουν να σχηματίσουν γνώμη για το πόσο «δεμένη» είναι η υπόθεση. Σε αυτό το στάδιο η αστυνομία συλλέγει αποδείξεις. Δεν κρίνει ούτε αξιολογεί το πόσο καλά τις έχει συλλέξει. Όταν κάποιος την χαρακτηρίζει «αψεγάδιαστη», εννοεί ότι υπάρχουν συσχετισμοί πολλών στοιχείων γιατί αλλιώς θα υπήρχαν ψεγάδια. Οι ενδείξεις για την τέλεση του αδικήματος ενισχύονται από μάρτυρες και έγγραφα, κατά τρόπο αδιάσειστο. Όλοι μας ευχόμαστε ολόψυχα, τα στοιχεία που υπάρχουν για την ανθρωποκτονία που της έχει αποδοθεί, να είναι περισσότερα και τα πιο κρίσιμα να μην τα γνωρίζει κανένας μας παρά μόνον οι αρχές, γιατί έτσι επιτάσσει η αρχή της μυστικότητας. Αυτός είναι ο τρόπος που θα αποδείξουν οι αρχές ότι κάνουν άριστα τη δουλειά τους. Αυτός είναι ο τρόπος που εκτελούνται σωστά οι εισαγγελικές εντολές και «δένονται» οι υποθέσεις. Θα προτιμούσα και θα ευχόμουν τα ουσιαστικά στοιχεία που αποτελούν ενδείξεις ενοχής και όχι αποδείξεις, να μην τα γνωρίζουμε. Να μην έχουν διαρρεύσει. Όσο πιο «δεμένο» και διασταυρωμένο είναι το υλικό της υπόθεσης, δεν χρειαζόμαστε την ομολογία του δράστη. Την ομολογία την χρειαζόμαστε όταν δεν υπάρχουν οι απαραίτητες ενδείξεις ενοχής. Η ομολογία είναι ένα ισχυρό αποδεικτικό μέσο, το οποίο αφήνεται να προκύψει τελευταίο. Όταν είναι ισχυρά τα αποδεικτικά στοιχεία, τότε δικονομικά, δεν χρειαζόμαστε την ομολογία του κατηγορουμένου. Έχουν γραφτεί τόμοι βιβλίων για τις τακτικές της ανάκρισης. Η πίεση για να ομολογήσει κάποιος φερόμενος δράστης αποτελεί απαρχαιωμένη ανακριτική τακτική -η οποία σε ένα τόσο σύνθετο έγκλημα που βασίζεται στον συσχετισμό επιστημονικών δεδομένων- και εντυπωσιάζει αρνητικά που επιδιώκεται με τέτοια επιμονή. Τα πρωτόκολλα των ερευνών αναφέρουν ότι βασίζεσαι σε στοιχεία όπως έγγραφα, μάρτυρες και ψηφιακά ντοκουμέντα. Δηλαδή ιατρικοί φάκελοι, ιατρικά πιστοποιητικά, τοξικολογικές και ιστολογικές εξετάσεις, ειδικές εκθέσεις πραγματογνωμόνων. Όλα αυτά πρέπει να έχουν παραγγελθεί από εισαγγελέα στο πλαίσιο μυστικής προανάκρισης.
Πολλοί κάνουν λόγο για το έγκλημα του αιώνα. Ποια είναι η γνώμη σας;
Δυστυχώς το πεδίο του εγκλήματος προσφέρεται ακόμα και για γραφικότητες, για πολλά hashtags και ακόμη περισσότερες κραυγαλέες επικεφαλίδες. Και αυτό συμβαίνει γιατί είναι ένας τομέας που ενδιαφέρει τον κόσμο. Με ποια κριτήρια είναι το έγκλημα του αιώνα; Κανείς δεν έχει σκεφτεί ποιο είναι το κριτήριο για έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Αναμφίβολα είναι σπάνιο ωστόσο πρέπει να αφιστάμεθα αυτών των απλοποιήσεων, καθώς είναι υπερβολικά απλοϊκό να λέμε ότι πρόκειται για το «έγκλημα του αιώνα», είτε για το συγκεκριμένο, είτε για κάποιο άλλο, όταν στον τελευταίο μόνο αιώνα έχουν ενσκύψει πόλεμοι, μαζικές εκκαθαρίσεις, πολυανθρωποκτόνα φαινόμενα, ναζισμός, φασισμός, ολοκαύτωμα. Ακόμα και στην Ελλάδα έχουν υπάρξει εκτελέσεις κατά τη γερμανική κατοχή. Συνεπώς με ποια κριτήρια είναι το έγκλημα του αιώνα; Πρόκειται για μια φράση που έχει εφευρεθεί και έχει υιοθετηθεί από ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με το έγκλημα.
Τι μπορεί να συμπεράνουν οι εγκληματολόγοι από τον τρόπο δράσης της μητέρας; Φέρεται ότι χορήγησε την κεταμίνη μέσα στο νοσοκομείο, ενώ βρισκόταν περιτριγυρισμένη από γιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό.
Τα δεδομένα που έχουμε από το ρεπορτάζ -και επισημαίνω είναι επικίνδυνο να σχολιάζει κανείς αποσπασματικά ρεπορτάζ- είναι ότι στη μία περίπτωση που έχουμε πλέον ποινική δίωξη, υπήρξε χορήγηση δηλητηρίου μέσα σε νοσοκομείο. Αυτό το οποίο μας παραπέμπει σε modus operandi (τρόπο τέλεσης του εγκλήματος) που σηματοδοτεί σημαντικό βαθμό προσχεδιασμού, είναι ότι η απόφαση και οργάνωση της εκτέλεσης του εγκλήματος διήλθε κατά λογική ακολουθία, αρκετά ηθικά στάδια. Δηλαδή, δεν αποφασίστηκε τυχαία. Η κατηγορούμενη φέρεται ότι προμηθεύτηκε την ουσία, την έκρυψε, την έβαλε στον χώρο, προσπάθησε να μείνει μόνη, τη χορήγησε (ενδεχομένως όχι μία φορά), βρήκε τρόπο για να μην γίνει αντιληπτή και μετά έκανε την ανήξερη. Αυτό μας παραπέμπει σε σχεδιασμένη ενέργεια, σε οργανωμένο modus operandi.
Μπορείτε να μας αναλύσετε τα πιθανά κίνητρα;
Μιλώντας για το ένα έγκλημα -γιατί μέχρι στιγμής δεν γνωρίζουμε εάν οι υποθέσεις των άλλων δύο παιδιών αφορούν έγκλημα και αν θα καταλήξουν να είναι- τα πιθανά κίνητρα, όπως είναι καταγεγραμμένα στη διεθνή βιβλιογραφία, για μια μητέρα η οποία σκοτώνει τα παιδιά της, είναι πέντε και δεν συντρέχουν όλα μαζί. Το ένα, κατά κάποιο τρόπο, αποκλείει το άλλο. Πρώτον, είναι το αλτρουιστικό. Όταν, ένα παιδί, για παράδειγμα, πάσχει από ανίατη ασθένεια και υποφέρει και η μητέρα το σκοτώνει για να το «λυτρώσει». Δεύτερον, το σφοδρώς ψυχωσικό κίνητρο. Η σφοδρή ψυχωσική συνδρομή δεν είναι κάτι που σου έρχεται σαν κεραυνός, υπάρχει υπόβαθρο, υπάρχει βιολογικό υπόστρωμα, υπάρχει επιρροή από το κοινωνικό περιβάλλον του δράστη, για το πόσο επιτρεπτό ή ανεκτό είναι το να επιφέρεις τον θάνατο. Εν προκειμένω, έχει γραφτεί ότι υπάρχει ένα πλούσιο ιστορικό (σ.σ. υπάρχουν αναφορές για τον στραγγαλισμό της γιαγιάς της 33χρονης από τον παππού της, επειδή η πρώτη επιχείρησε να πνίξει το βρέφος στην κούνια του). Το ότι μπορεί κάποιος να χαρακτηριστεί ψυχωσικός, δεν σημαίνει αυτό που έχει συνήθως στο μυαλό του ο κόσμος, ότι δηλαδή είναι «τρελός». Ωστόσο η ψύχωση και ο σοβαρός σχεδιασμός του εγκλήματος που αναφέραμε, είναι εκ πρώτης όψεως, στοιχεία αντικρουόμενα. Το τρίτο κίνητρο είναι όταν η ανθρωποκτονία του παιδιού από τη μητέρα έρχεται ως απότοκος μιας κακοποίησης του παιδιού επί μακρόν. Δηλαδή μετά από αρκετά βίαια επεισόδια, ο δράστης έχει εθιστεί πλέον στην ιδέα ότι η κακοποίηση έχει καταστήσει το παιδί του αντικείμενο, το έχει κάνει ένα άψυχο πράγμα που στο τέλος, πιστεύει ότι δικαιούται να το σκοτώσει. Ως τέταρτο κίνητρο καταγράφεται το ότι το παιδί προέρχεται από ανεπιθύμητη για τη γυναίκα εγκυμοσύνη. Η μητέρα μπορεί να το σκοτώσει ακόμα και αν έχει περάσει αρκετός καιρός μετά τη γέννα, μπορεί να μη το θεωρεί παιδί της, παρ’ ότι το γέννησε η ίδια. Ως πέμπτο κίνητρο, καταγράφεται το ότι η μητέρα θέλει να εκδικηθεί κάποιον από το στενό οικογενειακό της περιβάλλον, συνηθέστατα, τον σύζυγο. Είτε για λόγους ζηλοτυπίας, είτε για άλλους λόγους.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, πρόκειται για έναν άνθρωπο που επιχειρούσε διαρκώς να τραβήξει πάνω του την προσοχή. Την ίδια ώρα, παρατηρούμε μια απόλυτα σχεδιασμένη πράξη. Θεωρείτε ότι υπάρχει κάποιο θέμα ψυχιατρικής φύσης ή έχουμε να κάνουμε με μια στυγερή εγκληματία;
Κατά την προσωπική μου άποψη και με βάση την επαγγελματική και επιστημονική δεοντολογία, το να κάνει κάποιος διάγνωση και εκτίμηση αποκλειστικά βασιζόμενος στην τηλεοπτική εικόνα, στην κίνηση και σε αποσπασματικές πληροφορίες, γειτνιάζει με τον «τσαρλατανισμό». Το ίδιο ισχύει και για άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες. Το να εκφέρεις άποψη με βάσει αποκλειστικά και μόνο ένα στοιχείο, το οποίο μπορεί να είναι συνοδό στοιχείο σε άλλες περιπτώσεις, είναι μεθοδολογικά εσφαλμένο. Για παράδειγμα, το ιχνογράφημα του παιδιού μπορεί να είναι βοηθητικό, μόνο αφού έχεις στη διάθεσή σου ένα κανονικό ψυχογράφημα, το βιολογικό και ιατρικό του ιστορικό αλλά και όλα τα συναφή στοιχεία. Μόνο σε αυτή την περίπτωση το ιχνογράφημα του παιδιού μπορεί να μας «πει» κάποια πράγματα. Ωστόσο, είναι εσφαλμένο να εξάγει κάποιος συμπέρασμα μόνον από το ιχνογράφημα. Το ζήτημα είναι ότι δεν κάνουμε διάγνωση χωρίς να έχουμε στη διάθεσή μας τα στοιχεία της δικογραφίας, είτε το ιστορικό του υποκειμένου, για το οποίο θέλουμε να κάνουμε εκτίμηση. Ο εγκληματολόγος δεν είναι ψυχολόγος, δεν δικαιούται να κάνει γνωματεύσεις για χαρακτήρες. Επίσης, ο εγκληματολόγος δεν είναι «προφιλατζής». Μας ζητούν οι δημοσιογράφοι «να τους κάνουμε» το προφίλ της κατηγορούμενης. Καταρχήν, να σημειώσουμε ότι το να αποτυπώσεις το προφίλ ενός εγκληματικού τύπου δεν ενδιαφέρει τον ελληνικό ποινικό νόμο, ούτε σε επίπεδο αναζήτησης υπόπτου, ούτε για το με ποια κατηγορία θα τον παραπέμψει, ούτε για το ποια ποινή θα του επιβάλλει. Είναι ένα μόρφωμα που στην Ελλάδα μας έχει επιβληθεί από την ποπ κουλτούρα. Αξιοποιείται στο εξωτερικό για να προσεγγιστεί σωστά η διαδικασία εξεύρεσης ενός δράστη που συνδέεται με πολυσύνθετα εγκληματικά περιστατικά. Αλλά για να γίνει αυτό, οι αρχές επικαλούνται βάσεις δεδομένων για το modus operandi, για τα σωματομετρικά χαρακτηριστικά, για την χρήση όπλου. Το profiling ένα πολυσχιδές εργαλείο που εξαρτάται από βάσεις δεδομένων, τις οποίες δεν διαθέτουμε. Αυτό είναι το profiling, όχι το ψυχογράφημα από την τηλεόραση.
Για τη συζήτηση περί του ψυχιατρικού ζητήματος ή του «νοσήματος», θα πω το εξής. Ως δικηγόρος και Δρ. Εγκληματολογίας, από έρευνες και μονογραφίες που έχω δημοσιεύσει -μία για τις υποθέσεις των Ελλήνων πολλαπλών ανθρωποκτόνων και μία για τα εγκλήματα ερωτικής ζηλοτυπίας από το 1970 μέχρι το 2000- σημειώνω ότι καταγράφεται διαχρονικά, ότι το υπερασπιστικό επιχείρημα περί συνδρομής ψυχικής νόσου, το οποίο παίζει ρόλο για τον μειωμένο καταλογισμό, γίνεται δεκτό από τα δικαστήριά μας σε ελάχιστες και πολύ κραυγαλέες περιπτώσεις. Πριν ζητήσει ο ίδιος ο κατηγορούμενος να εξεταστεί από ψυχίατρο, θα πρέπει να ξέρουμε ότι ακόμα και αν εξεταστεί από τους καλύτερους ψυχιάτρους, που τυχόν θα διοριστούν ως πραγματογνώμονες, σπάνια ο ισχυρισμός αυτός γίνεται δεκτός από τα δικαστήρια. Ο ποινικός νόμος κρίνει πράξεις· δεν κρίνει ούτε διαθέσεις, ούτε ψυχικές καταστάσεις, ούτε νοσήματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, την περίοδο που έκανε κάποιος την πράξη που του αποδίδεται, αν μπορούσε να διακρίνει από τον τρόπο που έδρασε, ότι αυτό που έκανε, δεν δικαιούται να το κάνει, είναι ένοχος του αδικήματος. Πολλώ δε μάλλον όταν θύμα είναι το ανυπεράσπιστο παιδί του. Επομένως, όλη η φιλολογία περί ψυχικής νόσου, πρώτον είναι πρώιμη και δεύτερον είναι, κατά τη γνώμη μου, άστοχη. Και αυτό έχει τεθεί στον δημόσιο διάλογο από μη νομικούς. Έχω την αίσθηση ότι αυτό, στην συγκεκριμένη υπόθεση, δεν θα παίξει ρόλο.
Ιατροδικαστές μιλούν για κοινά στοιχεία στους θανάτους και των άλλων δύο παιδιών. Πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου δούμε τελικά την συνταρακτική εξέλιξη που ανέτρεψε την υπόθεση και υπάρχουν έντονα ερωτηματικά για το πότε θα δοθούν τελικά ξεκάθαρες απαντήσεις. Μπορείτε να κάνετε κάποια εκτίμηση;
Σύμφωνα με τις διαρροές από την αστυνομία, οι αρχές γνώριζαν «από τις αρχές Μαρτίου» το αποτέλεσμα, το οποίο έμενε να επιβεβαιωθεί από τις επαναληπτικές εξετάσεις. Η Εισαγγελία της Πάτρας παρήγγειλε από τον Ιανουάριο διερεύνηση των αιτιών θανάτων και των τριών παιδιών. Υποτίθεται ότι, ακολούθως, με την παραγγελία του Εισαγγελέα θα είχαν ήδη ξεκινήσει να ερευνώνται και οι άλλοι δύο φάκελοι. Ο Εισαγγελέας, κατά την προδικασία, είναι ο προϊστάμενος που δίνει τις εντολές για το τι στοιχεία χρειάζεται και ορίζει από ποιους θα τα πάρει. Οι υπόλοιποι επιστήμονες, οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση στα στοιχεία της δικογραφίας, μπορεί να έχουν άρτια αποτελέσματα στην εκτίμησή τους, όμως επειδή αυτή δεν έχει καταστεί στοιχείο της δικογραφίας, δεν μπορεί να έχει κρίσιμη επιρροή.
Είδαμε και ακούσαμε ποικίλα σχόλια γύρω από το γεγονός ότι η κατηγορούμενη είχε παρακολουθήσει σεμινάριο εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με τίτλο «Στο μυαλό ενός δράστη». Ποια είναι η απάντησή σας σε αυτούς που σκέφτηκαν ότι η 33χρονη, πιθανόν, να αποκόμισε κάτι που μπορεί να «βοήθησε» τη δράση της;
Το να συζητάμε εν έτει 2022 ότι επειδή κάποιος παρακολούθησε ένα σεμινάριο Εγκληματολογίας, έμαθε και πώς να κάνει το έγκλημα, είναι δείκτης πολύ χαμηλού επιπέδου αντίληψης των πραγμάτων. Είναι τραγελαφικό. Λυπάμαι για όσους σκέφτηκαν ότι κάποιος μπορεί να μάθει πώς να κάνει εγκλήματα, μελετώντας την Εγκληματολογία. Αν είναι δυνατόν, να λέμε ότι επειδή έκανε κάποιος ένα σεμινάριο, έμαθε να κάνει και έγκλημα! Είναι άλλης τάξης το ζήτημα αν η προσωπικότητα ενός κατηγορουμένου μέσα από τις πράξεις του που επιβεβαιώνονται από γεγονότα, δείχνει ότι γενικά στη ζωή του, προσπαθούσε να «εξειδικευτεί» ή να υποδυθεί ρόλους και ιδιότητες, αλιεύοντας πληροφορίες και χαρακτηριστικά από σχήματα διάφορων επιστημονικών τομέων.
Την ίδια ώρα κάποιοι εκφράζουν την πεποίθηση ότι αποκλείεται να πρόκειται για ένα έγκλημα το οποίο τέλεσε μόνη της. Πόσο πιθανό θεωρείται να εμπλέκεται και άλλο άτομο;
Αυτό δεν μπορώ να το σχολιάσω. Είναι έργο των Αρχών που θα ερευνήσουν όλους τους θανάτους γύρω από την υπόθεση, μεταξύ των οποίων και αυτόν της σπιτονοικοκυράς.
Ποια είναι η γνώμη σας για την λανθασμένη απεικόνιση των αιτιών θανάτου στις ιατροδικαστικές εκθέσεις των παιδιών; Θα μπορούσε κανείς να πει ότι, η ιατρική αμέλεια και η ελλιπής κοινωνική μέριμνα επέτρεψαν να συμβεί αυτή η τραγωδία;
Λάθη γίνονται παντού. Δηλαδή, λάθη ιατρικά, μια λανθασμένη εκτίμηση, μια λανθασμένη γνωμάτευση. Έχουν χαθεί άνθρωποι στα νοσοκομεία ακόμα και λόγω φόρτου εργασίας, αυτά είναι γνωστά και μπορεί να συμβούν. Το ζήτημα είναι άλλο. Τί δικλείδες έχει το σύστημα για να επανεκτιμήσει ή να διορθώσει τα λάθη. Οι κ.κ. ιατροδικαστές, οι οποίοι είναι μια μικρή ομάδα επιστημόνων στην Ελλάδα, έχουν αυτή τη δυνατότητα και το απέδειξαν ότι την έχουν. Ανέλαβαν να διορθώσουν τις τυχόν παραλείψεις ή αστοχίες τους. Οι εκτός δικογραφίας επιστήμονες έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στο να αποσαφηνίσουν ότι εδώ δεν υπάρχει παθολογικό ή γονιδιακό αίτιο αλλά και στο ότι το χορηγηθέν φάρμακο είναι σε δόση που επέφερε τον θάνατο. Αντικειμενικά, οι ιατροδικαστές, οι οποίοι είναι μια πολύ μικρή ομάδα καταρτισμένων γιατρών με μεγάλη εμπειρία καθώς όλες οι ανθρωποκτονίες περνούν από αυτούς, έχουν τη δυνατότητα να επανεκτιμήσουν τα δεδομένα, συνενώνοντας τις επιστημονικές τους δυνάμεις. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ιατροδικαστές λειτούργησαν ως επιστημονική κοινότητα. Αυτό είναι θετικό.
Για το θέμα ωστόσο της κοινωνικής μέριμνας, πολλά μπορούν να ειπωθούν. Γράφτηκε -και δεν διαψεύστηκε- ότι ένας γιατρός από το «Χαμόγελο του Παιδιού» υποστήριξε ότι, ο οργανισμός ενημέρωσε την Εισαγγελία αλλά δεν έγινε τίποτα. Ας επισημανθεί εδώ ότι υπάρχει πρόβλημα στην αλυσίδα των θεσμικών φορέων που αφορούν την προστασία του πολίτη. Ο γιατρός είχε την ευαισθησία και την δεοντολογική πρόνοια να καταγγείλει κάτι. Όμως, δεν ήξερε πώς ακριβώς να το καταγγείλει και δεν περνούσε από το χέρι του. Δεν μπορούσε να μιλήσει ανοιχτά για τα προσωπικά δεδομένα, ούτε είχε διαγνώσει ο ίδιος κάτι. Ήταν αβοήθητος. Το «Χ.τ Π» και ο ίδιος ο γιατρός, είχαν την πρόθεση να υποδεχτούν την καταγγελία αλλά δεν είχαν τον τρόπο να την ραφινάρουν. Παρατηρούμε ότι υπάρχει πρόβλημα εξειδίκευσης και στελέχωσης των θεσμικών φορέων που μπορούν να αποτελέσουν δίκτυο προστασίας του πολίτη, πριν φτάσουμε σε εγκληματική εκτροπή οποιουδήποτε είδους.
Εάν αποδειχθεί ότι η μητέρα σκότωσε και τα τρία παιδιά της, ποια μπορεί να είναι, πρακτικά, ποινή που θα της επιβληθεί;
Ας μην σχολιάσουμε ποια μπορεί να είναι η ποινή. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα, από την τέλεση ενός αδικήματος έως και την αμετάκλητη εκδίκασή του ισχύει υπέρ του δράστη ο ηπιότερος νόμος σε επίπεδο ποινής. Σήμερα είναι πιο αυστηρός ο Ποινικός Κώδικας, αλλά από το 2019 μέχρι σήμερα -εάν αποδοθούν στην κατηγορούμενη κατηγορίες και για τα άλλα δύο παιδιά- θα ισχύσει ο ευμενέστερος ποινικός νόμος. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, δεν υπάρχει ισόβια κάθειρξη με την έννοια ότι κάποιος φυλακίζεται για όλη του τη ζωή. Αυτό πρέπει ο Έλληνας πολίτης να μην κάνει ότι δεν το γνωρίζει.
Πώς χαρακτηρίζετε τις εικόνες οργής έξω από το σπίτι της οικογένειας; Είδαμε γονείς να φωνάζουν συνθήματα έχοντας στο πλευρό τους τα παιδιά τους…
Μπορούμε να εξηγήσουμε το γιατί, μπορούμε και να το κατανοήσουμε σε έναν βαθμό. Ως δικηγόρος και άρα ως επαγγελματίας του πεδίου, που ασχολείται με το ποινικό δίκαιο στην εφαρμογή του, μου είναι γνώριμο το πώς είναι να συγκεντρώνονται στα δικαστήρια οι συγγενείς ή απλός κόσμος και να θέλουν να εκφράσουν την οργή τους. Η οργή αυτή δεν θα εκδηλωνόταν αν υπήρχε εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη. Ωστόσο, κάπου πρέπει να μπει ένα «φρένο». Καλό θα ήταν να επισημάνουμε ότι, οι αντιδράσεις αυτού του τύπου έχουν περισσότερο εγωκεντρικό χαρακτήρα και δεν επιδοκιμάζονται από την μεγαλύτερη μερίδα των πολιτών. Δυστυχώς, πολλοί δημοσιογράφοι αλλά και επιστήμονες ευνοούν και υποδαυλίζουν αυτήν την κατάσταση. Σαν φαινόμενο, μας πηγαίνει πολλά χρόνια πίσω. Λιγότεροι των περιστάσεων είναι και επιστήμονες οι οποίοι δικαιολογούν όσους συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο, καθώς, όταν είσαι επιστήμονας είσαι εκεί για να υπενθυμίσεις το δέον και το ορθό, να ενημερώνεις και να προσανατολίζεις στην κοινωνικά γόνιμη κατεύθυνση, κάτι που δεν επιτυγχάνεται όταν ευθυγραμμίζεσαι απόλυτα με το συναίσθημα του κόσμου. Η επιστήμη έχει θεμέλιό της τη νηφαλιότητα.
Στην υπόθεση ακούστηκαν τα ονόματα δύο δικηγόρων, οι οποίοι τελικά αποχώρησαν από την υπόθεση. Γιατί πιστεύετε ότι συνέβη αυτό;
Είναι δικαίωμα του δικηγόρου να επιλέγει τον εντολέα του και να χτίζει μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί του. Όταν αυτή η σχέση εμπιστοσύνης διαρρηγνύεται για οποιονδήποτε λόγο, υποχρέωση του δικηγόρου είναι να μην συνεχίσει να τον υπερασπίζεται. Συχνά, σε περιπτώσεις βαρέως ποινικού δικαίου αποδεικνύεται αργά ή γρήγορα ότι ο εντολέας δεν έχει πει στον δικηγόρο του όλες τις λεπτομέρειες που χρειάζονται. Αυτή είναι η μία πλευρά. Η άλλη πλευρά είναι ότι, πολλοί δικηγόροι σπεύδουν να δηλώσουν ότι είναι υπερασπιστές κάποιων κατηγορουμένων για ευνόητους λόγους, χωρίς όμως στην ουσία να είναι. Και για επίσης ευνόητους λόγους, τελικά, αποχωρούν. Δεοντολογικά, ο δικηγόρος που δηλώνει ότι δεν εκπροσωπεί έναν κατηγορούμενο, καλύπτεται από τις διατάξεις του κώδικά του, πλήρως.