Ήταν Τρίτη βράδυ, 26 Σεπτεμβρίου, στο ασφυκτικά γεμάτο Ηρώδειο. Ο Χρήστος Λεοντής γιόρταζε με μία πανηγυρική συναυλία τα εξήντα του χρόνια στο ελληνικό τραγούδι.
- Συνέντευξη στον Νίκο Μπουρσινό
Στο Ηρώδειο που αρνήθηκαν να του παραχωρήσουν, όταν το έδωσαν για δύο βραδιές στις «Πούλιες», οι οποίες, προφανώς, έχουν προσφέρει πολλά περισσότερα από εκείνον στον ελληνικό πολιτισμό. Σημεία των καιρών…
Ανάμεσα στους καλεσμένους τραγουδιστές, η μεγάλη Καταλανή ερμηνεύτρια Μαρία ντελ Μαρ Μπονέτ, που με ρίγος φωνής απέδωσε το «Ξενιτεμένο μου πουλί», από τη θεατρική παράσταση «Ματζουράνα στο κατώφλι, γάιδαρος στα κεραμίδια».
Κι όταν ανέβηκε στη σκηνή ο Σταμάτης Κραουνάκης, με μία του φράση συμπύκνωσε το νόημα της συναυλίας: «Σήμερα η Ελλάδα ήρθε στη θέση της»!
Ας πάμε, όμως, στη συζήτησή μας με τον Χρήστο Λεοντή, λίγες μέρες πριν από το Ηρώδειο… Ρίχνει κι αυτός ένα σουτ, γελώντας και δίνοντας συμβουλές στα δύο μικρότερα εγγόνια του, που παίζουν μπάλα στην πίσω αυλή, ενώ η Ίρια και η Φρύνη, τα σκυλιά τους, παρακολουθούν άγρυπνα. Ο τρίτος εγγονός, ο μεγαλύτερος, ο Ορφέας, φαίνεται ότι θα ακολουθήσει τα βήματα του παππού. Έπαιξε, μάλιστα, πιάνο στη συναυλία της Ρεματιάς Χαλανδρίου, κάνοντας το ντεμπούτο του.
Το σπίτι-κτήμα εντάσσεται μεν στον οικιστικό ιστό της Παιανίας, αλλά… παρακολουθεί την πόλη από απόσταση ασφαλείας. Με παίρνει με το αυτοκίνητό του από τη στάση του λεωφορείου…
–Ώστε, λοιπόν, οδηγείτε…
–Φυσικά! Μια χαρά τα καταφέρνω, τι νομίζετε; Δεν είμαι πια και χούφταλο!
Είναι θαλερός στα 83 του χρόνια και αισιοδοξεί. Μεγάλο προσόν, σκέφτομαι.
Εξοικειωμένος αρκετά με την τεχνολογία, δεν παρακολουθεί, εν τούτοις, τα πιο σύγχρονα ρεύματα στον χώρο της Τέχνης, από επιλογή, σπεύδω να προσθέσω.
-Θυμάμαι στη Ρεματιά Χαλανδρίου, παρουσιάζοντας τα νέα σας τραγούδια, σε πρώτη εκτέλεση, τη φράση: «Για να μην νομίζετε ότι κάθομαι»…
–Προφανώς έχω το προνόμιο, την ευτυχία και τη χαρά να μπορώ να εργάζομαι με υγεία και με σώας τας φρένας, οπότε μέσα σ’ όλα είναι και η οδήγηση που με ρωτήσατε, είναι και η σκέψη, είναι και η γραφή, είναι και ο στοχασμός, είναι και ο έρωτας, όλα αυτά τα στοιχεία τα ανθρώπινα. Δεν αισθάνομαι να έχει εξαφανιστεί τίποτα. Αντίθετα, είμαι σε μία ηλικία που δεν έχω ακριβώς καταλάβει αυτό που λένε, πως «γέρασα» και πως «μακάρι να ’μουνα νέος». Δεν το ’χω καταλάβει αυτό. Δηλαδή, δεν επιθυμώ να είμαι νέος ή νεότερος ή δεν ξέρω τι. Η ζωή κυλάει με τον ίδιο αγώνα, την ίδια προσπάθεια, την ίδια, ας πούμε, όρεξη για δημιουργία. Φυσικά, η ηλικία παίζει ρόλο στο να είσαι λιγάκι πιο αργός, όσον αφορά τα μηνύματα που δέχεσαι και πώς μπορείς αυτά να τα εκφράσεις, αλλά υπάρχει ενέργεια.
–Άρα, δεν σας διακατέχει το άγχος του χρόνου;
–Όχι! Ούτε του θανάτου, ούτε του χρόνου που πέρασε, ούτε του χρόνου που θα ’ρθει!
-Τώρα που λέτε για τον χρόνο που περνάει, μού έρχεται στο μυαλό αυτό που έλεγε παλιά ο Σαββόπουλος στο τραγούδι του: «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία» ή κάπως έτσι. Τι λέει αυτό σ’ εσάς;
-Δεν έχω μελαγχολήσει εγώ, για να μου πει κάτι. Ζω σε μια πραγματικότητα, που προσπαθώ κάθε φορά να την αντιμετωπίσω όπως έχει και να την προσπεράσω, αν υπάρχει εμπόδιο στη σκέψη ή την ενέργεια, προσπαθώ με κάθε τρόπο να την προσπεράσω, η ζωή αυτά έχει, έχει πάνω, έχει κάτω και λύσεις, εκφάνσεις, ζεις κι αν ζεις, οφείλεις να υποστηρίξεις και να προασπίσεις τη ζωή σου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ε, αυτό προσπαθώ κι εγώ. Κατά συνέπεια, δεν έχω μελαγχολίες για να σκέφτομαι έτσι όπως είπες κι όπως τα ’πε στον στίχο του ο Σαββόπουλος.
Μου δίνει την αίσθηση ότι στη δουλειά του θέλει να ελέγχει τα πάντα. Να έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Μού το επιβεβαιώνουν και οι μουσικοί του.
-Τον τελευταίο καιρό έχετε δώσει αρκετές συνεντεύξεις, υποθέτω λόγω και της επετείου των 60 χρόνων σας στο ελληνικό τραγούδι. Για σας, το να δίνετε συνεντεύξεις τι σημαίνει πέραν του προφανούς, ότι δημοσιοποιείτε κάποιες απόψεις σας, σκέψεις σας και γενικότερα αυτό που λέμε «παιχνίδι της επικοινωνίας»; Οι συνεντεύξεις τι σάς «λένε» γενικότερα;
-Κοίταξε, όταν σε ρωτάει ο οποιοσδήποτε και περισσότερο ένας που ασχολείται με τα μέσα ενημέρωσης -που είναι προφανώς μία βοήθεια στο να πληροφορηθεί ο κόσμος και να κληθεί ο κόσμος και να έρθει ο κόσμος στη δουλειά σου- έχεις όλη τη δυνατότητα να απαντήσεις με ειλικρίνεια και ευγένεια σ’ αυτό που σε ρωτάνε. Δηλαδή, αν δεν με παίρνατε τηλέφωνο να μου πείτε να μιλήσουμε, δεν θα σας έπαιρνα να σας έλεγα «Θέλω να σας πω». Ό,τι με ρωτήσετε, θα σας απαντήσω με ειλικρίνεια και με καλή καρδιά.
-Να το πω αλλιώς… Τι ερωτήσεις δεν σας κάνουμε εμείς οι δημοσιογράφοι και πιθανώς θα θέλατε να ερωτηθείτε, για να το κοινοποιήσετε;
–Το μόνο που θα ήθελα είναι ο χρόνος μίας συναυλίας να ’ναι ατελείωτος, γιατί έχω πολλά τραγούδια τα οποία θα ήθελα να μπούνε και να τα παίξω στον κόσμο και ο χρόνος των δύο-δυόμισι ωρών δεν φτάνει. Είναι πολλά τα τραγούδια… ήθελα, λοιπόν, να πω πάρα πολλά, σε μία άλλη ευκαιρία, στα εκατό ίσως… (γελάει)
–Αυτό που παρατήρησα -τουλάχιστον στη Ρεματιά- είναι ότι επιλέξατε, μάλλον, να μην παίξετε κάποια γνωστά σας τραγούδια. Θυμάμαι ότι περίμενα πότε θα παίζατε π.χ. το «Ο παράδεισός μου», το οποίο είναι ένα πολύ γνωστό-εμβληματικό, θα έλεγα, τραγούδι της δισκογραφίας σας ή παίξατε λίγα τραγούδια απ’ την «Καταχνιά» και θελήσατε να δώσετε στον κόσμο αρκετά από τα τραγούδια σας ή κάποια από τα τραγούδια τής πιο πρόσφατης παραγωγής σας. Εντούτοις, έχω την αίσθηση ότι ο κόσμος περίμενε να τα ακούσει, πολλά από τα παλαιότερα…
-Αν έπαιζα αυτά τα παλιά τραγούδια, που τα ’χω ξαναπαίξει δεκάδες, για να μην πω εκατοντάδες, φορές, δεν θα είχα την ευκαιρία να μεταφέρω και τα όποια σημερινά μηνύματα έχω δεχτεί εγώ σαν καλλιτέχνης από τη σημερινή κοινωνία που ζω. Αυτό είναι το ένα. Όσον αφορά τον «Παράδεισο», που είπες πιο μπροστά, του Λόρκα, ως παράδειγμα, είναι η πρώτη φορά που θα το παίξω στο Ηρώδειο κι αυτό επειδή μου το ζήτησε η κυρία Σαΐα (σ.σ. εννοεί την τραγουδίστρια Ηρώ Σαΐα), που τής αρέσει πάρα πολύ. Μου είπε: «Θα ’θελα να πω αυτό», «Ε, πες το». Τι να πρωτοπαίξει κανείς; Έβαζα τα γνωστά μου τραγούδια, που τα αγαπούσε ο κόσμος, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να ξεφύγει κάποιος από τις συνήθειές του, δηλαδή αρέσει το τραγούδι επειδή συνηθίζεις, το ’χεις ακούσει μία, δύο, τρεις φορές και έχει γίνει πια ένα με τον ψυχισμό σου, εφόσον φυσικά το έχεις αγαπήσει, το έχεις εναγκαλιστεί, αλλά ένα τραγούδι εκφράζει και κάτι. Ιδιαίτερα τα τραγούδια εκφράζουν μηνύματα μίας εποχής. Ε, τα μηνύματα της «Καταχνιάς» ήταν Κατοχή, Αντίσταση, Απελευθέρωση. Ο σημερινός άνθρωπος -μα κι εγώ δεν τα πρόλαβα, εγώ ήμουν 20 χρονών το ’40, που γεννήθηκα, δεν πρόλαβα ούτε να αισθανθώ Κατοχή ούτε Αντίσταση ούτε τίποτα… ήμουν βρέφος, μωρό- θέλει να ακούσει και κάτι άλλο. Επειδή, λοιπόν, όλα αλλάζουν κι επειδή παίρνω μηνύματα απ’ τη σημερινή κοινωνία και τα εκφράζω μέσα στα τραγούδια μου, κάποτε πρέπει να τα παίξω αυτά, για να επικοινωνήσω και με τον σημερινό κόσμο, με τον σημερινό ακροατή.
–Να σάς δώσω ένα παράδειγμα ενός τραγουδιού σας και να μου πείτε πώς το βλέπετε πια σήμερα; Ένα τραγούδι που θα το χαρακτήριζα, όπως και τον «Παράδεισο», εμβληματικό τραγούδι είναι «Οι ελευθερωτές» στην πρώτη ερμηνεία, του Γιώργου Μεράντζα, που είχε προξενήσει μεγάλη αίσθηση τότε. Νομίζω ότι ήταν από το θεατρικό έργο «Η Χιλή θα νικήσει». Αναφέρεται στον θάνατο ενός αντάρτη… Σήμερα και δεδομένου ότι τη μέρα που κάνουμε αυτή τη συνέντευξη συμπτωματικά συμπληρώνονται 50 χρόνια από το πραξικόπημα κατά του Αλιέντε κι έχουν βγει στη δημοσιότητα, μάλιστα, διάφορα ντοκουμέντα, τι θα έλεγε ένα τέτοιο τραγούδι το 2023;
-Κατά σύμπτωση πάλι ένα άλλο τραγούδι από το «Κάντο Χενεράλ», το «Μοραζάν», θα το παίξω στο Ηρώδειο. Χα, χα, σε πρόλαβα!
-Χα, χα, ακριβώς! Μιλώντας με αφορμή τον Μεράντζα, αυτό που πραγματικά αναρωτιόμουν παρακολουθώντας τη συναυλία σας είναι για δεν χρησιμοποιήσατε -γιατί δεν θελήσατε; δεν έτυχε;- κάποιους ή και κάποιες από τους πρώτους/τες ερμηνευτές/τριές σας; Ορισμένοι δεν υπάρχουν πια, αλλά ο Μητσιάς π.χ. είναι ενεργός, η Τάνια Τσανακλίδου, επίσης.
-Αν χρησιμοποιούσα τους παλιότερους, δεν θα χρησιμοποιούσα τους νεότερους ξέρεις… μήτε στις μικρές, εννοώ σε όγκο, μήτε στο Ηρώδειο, που τραγουδάνε πολλοί. Αν έβαζα τους παλιούς, δεν θα ’χα την τύχη και την ευκαιρία να ερμηνεύσουν τραγούδια μου νέες φωνές, που λόγω ιδιοσυγκρασίας μού αρέσει να αλλάζω. Τιμώ τους παλιότερους, αλλά τιμώ και αποζητώ και τους νεότερους. Κι επειδή δεν κάνουμε παραστάσεις κάθε μέρα -όταν τύχει, κάθε τόσο- έχω την ανάγκη να δοκιμάζω νέες φωνές, που εκείνη τουλάχιστον την περίοδο με εκφράζουν και με ενθουσιάζουν. Αυτό έχει συμβεί τώρα με τους ερμηνευτές που έχω ως συνεργάτες στο Ηρώδειο. Και χαίρομαι που είναι αυτή τη στιγμή μαζί μου φωνές, όπως η Ιωάννα Φόρτη, ο Κώστας Τριανταφυλλίδης, όπως και ο Γιάννης ο Κότσιρας, με τον οποίον πρώτη φορά συνεργάστηκα ένα-δύο χρόνια πριν και θα είναι η δεύτερη ζωντανή παράσταση που κάνουμε μαζί. Έχω όλη, αν θες, την περιέργεια, αλλά και την διάθεση ν’ ακούσω ερμηνευμένα τα τραγούδια μου από νέες φωνές. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμώ τους παλιότερους, αλλά ένα τραγούδι, όπως το «Πού να χωρέσει τ’ όνειρο», λέω τώρα ένα τραγούδι, το ’χε πει ο Περπινιάδης… Ε, ωραία, μετά το είπε στο Ηρώδειο, το 2005, ο Μητροπάνος με τον Μανώλη τον Μητσιά και τον Γιάννη τον Κούτρα. Εντάξει, το ’χουν τραγουδήσει αυτοί, ας το τραγουδήσει και κάποιος άλλος. Είναι ωραίο να ερμηνεύεται ένα τραγούδι από διαφορετικές φωνές και αυτό καλύπτει, αν θες, και τις προτιμήσεις, τις εκάστοτε προτιμήσεις ενός κοινού και μάλιστα νεότερου κοινού. Είπαμε πιο μπροστά για τις συνήθειες. Ο νέος άνθρωπος πιο πολύ έχει συνηθίσει, και δεν είναι θέμα αξιολόγησης, έχει συνηθίσει τον μύθο από τον Μανώλη, έτσι δεν είναι; Γιατί να μην του δώσεις αυτή τη χαρά ενός νεότερου κόσμου και ποιος ο λόγος να πεις: «Όχι, θ’ ακούσεις τον Μανώλη». Θα ’ρθει και η σειρά του πάλι, καλά να ’μαστε όλοι και να μπορούμε να συνεργαζόμαστε ανά πάσα στιγμή. Πριν από λίγο καιρό είχα κάνει μία συναυλία στη Δραπετσώνα και μου λένε: «Μπορεί να ’ρθει κι ο Λάκης ο Χαλκιάς;». Λέω: «Μετά χαράς!». Ε, τον Λάκη δεν τον έχω τώρα ή στο Ηρώδειο ή στην προηγούμενη.
-Πώς θα εντάσσατε, αν θέλετε βάλτε το σε εισαγωγικά, τη δική σας συνθετική δουλειά, τον Χρήστο Λεοντή συνθέτη, στο σημερινό ελληνικό μουσικό τοπίο; Θυμάμαι που είχατε πει ότι κάποια στιγμή ήρθαν τραγουδοποιοί, γρατζούνισαν μία κιθάρα, νόμιζαν ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα. Είχατε ξεχωρίσει, αν θυμάμαι καλά, τον Μάλαμα και τον Περίδη. Εντούτοις, κι ο Σαββόπουλος ως τραγουδοποιός ξεκίνησε, θα πω εγώ…
-Δεν είναι απόλυτο. Μιλώ για ατάλαντους. Ο καθένας παίζει ένα ρε μινόρε στην κιθάρα και νομίζει ότι… Ε, δεν είναι πάντα όλα τα πράγματα για όλους. Όπως σε όλα τα πράγματα υπάρχουν άνθρωποι με περισσότερες ικανότητες και με ασήμαντες ή λιγότερες ή καθόλου ικανότητες, κι όμως επιχειρούν ή προσπαθούν ή τους αρέσει να κάνουν αυτό το πράγμα. Δεν είναι, όμως, υποχρεωμένος ο άλλος, σώνει και καλά, να το υπομείνει, επειδή αρέσει του ερμηνευτή αυτουνού ή εκείνου που θέλει να είναι συνθέτης… Το τραγούδι είναι μία πολύ σοβαρή δουλειά, δεν είναι για όλους.
-Ειδικά στην Ελλάδα, νομίζω είναι μία ιδιαίτερα σοβαρή δουλειά.
-Ειδικά στην Ελλάδα, ναι! Έχεις απόλυτο δίκιο! Είναι πάρα πολύ σοβαρή δουλειά, και επειδή ο ελληνικός λαός, από την αρχαιότητα ακόμα, έχει αυτό το ποιητικό στοιχείο. Γι’ αυτό, εξάλλου, έχει αγαπηθεί τόσο και η μελοποιημένη ποίηση στον τόπο μας. Δεν φαντάζομαι άλλος λαός να έχει αναπτύξει τόσο πολύ την ποιητική του γλώσσα, τη λαϊκή ποιητική του γλώσσα, τους ποιητές του.
–Και τη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού θα προσέθετα εγώ, την ποιητικότητα του δημοτικού λόγου.
-Αυτό ακριβώς! Αυτό εννοώ! Κι από παλιά, από τον Όμηρο ακόμη, τραγουδάγανε στον Όμηρο, ραψωδοί ήτανε. Λοιπόν, βλέπεις ότι υπάρχει ένας πλούτος τεράστιος και μένει αυτό το οποίο εκφράζει μία βαθύτερη ανθρώπινη υπόσταση, που έχει να κάνει με τη συνείδηση ενός λαού.
-Ξεχωρίζετε κάποιους από τους νεότερους ανθρώπους που θα θέλατε ίσως να τους αναφέρετε; Που σάς έχει κεντρίσει η δουλειά τους;
-Κοίταξε, επειδή δουλεύω πάρα πάρα πολύ όλη μέρα, δεν έχω τον χρόνο να ακούσω άλλα πράγματα. Δεν ακούω, δηλαδή, εδώ πέρα… δεν ακούω μουσική πώς να σου πω...
-Κι αν σας έλεγα, «κοντράροντάς» σας, ότι αυτό μπορεί να σάς στερεί δημιουργικά ερεθίσματα, τι θα μου λέγατε;
-Όχι, δεν μου στερεί τίποτα! Είναι τόσος ο πλούτος, εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει να μαϊμουδίζω ούτε να έχω επηρεασμούς από την αμερικανιά που επικρατεί αυτή τη στιγμή. Δεν μ’ ενδιαφέρει! Έχω επιλέξει, νομίζω, τον ομορφότερο δρόμο του δικού μου ακούσματος, του δικού μου χώρου, της δικής μου παράδοσης, που και να ζούσα άλλη μία ζωή, είναι ανεξάντλητη αυτή η πηγή. Ανεξάντλητη! Ο ήχος, η γλώσσα , οι ρυθμοί… Δεν σου κάνει εντύπωση που εδώ στην Ελλάδα έχουν αναπτυχθεί του κόσμου οι ρυθμοί, ζεϊμπέκικα, καρσιλαμάδες, εννιά όγδοα, εφτά, έντεκα, ό,τι θες υπάρχει, κι αυτό χάρη…
-Κι ό,τι έφεραν και οι πρόσφυγες βέβαια.
-Ναι, αλλά αυτό οφείλεται, όμως, σ’ έναν πολύ μεγάλο βαθμό στην ίδια τη γλώσσα μας. Η γλώσσα μας έχει αυτόν τον τεράστιο πλούτο, που τον στερούνται άλλες. Ποιος είν’ αυτός; Το ότι έχει λήγουσα, παραλήγουσα, προπαραλήγουσα, έχουμε τα μπροστά λέμε ή βάρκα, άλλο είναι το τατά κι άλλο το τάτα.
-Καταλαβαίνω τι λέτε…
-Ή ήρθαμε τάρατα, αν τα βάλεις αυτά λες τάρατατίτιτά, αμέσως δημιούργησες εφτά όγδοα από προπαραλήγουσα. Συρραφή των ρυθμών.
-Άρα, για να ξαναγυρίσω στο πρώτο σκέλος της ερώτησης…
-Δεν με αφορά και δεν μ’ ενδιαφέρει να ακούω, δεν έχω τον χρόνο, μάλλον… Αν άκουγα κάτι τυχαία, θα το χαιρόμουνα, έτσι πιστεύω να ’ναι ο καθένας, με ανοιχτή καρδιά, έτοιμη να δεχτεί τα πάντα.
-Το λέω, διότι υπάρχουν κάποιοι δημιουργοί, αν δεν σάς αρέσει η λέξη την αλλάζετε εσείς, που είναι και δημοφιλείς στη νεολαία, εννοώ τη νεολαία που ψάχνει το τραγούδι, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ή, από μία άλλη πλευρά και με άλλες επιρροές, ο Θέμις Καραμουρατίδης, που γράφει τα τραγούδια και για τη Νατάσσα Μποφίλιου. Αναφέρομαι σε ανθρώπους που έχουν δώσει ένα έργο και που θα τους εντάσσαμε στους σκεπτόμενους δημιουργούς, όχι σ’ αυτούς που κάνουν τραγούδια της οκάς, όπως λέμε. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ακόμα πολλοί ενεργοί συνθέτες, που δεν ανήκουν στη δική σας γενιά αλλά ούτε και στη νεότερη. Ο Κραουνάκης, νομίζω, είναι ένα πολύ καθαρό παράδειγμα…
–Κοίταξε, όπως είπα πιο πριν, δεν ξέρω τη δουλειά κάποιων από τους ανθρώπους που μου ανέφερες. Ενδεχομένως να έχω ακούσει – αν θ’ ακούσω, θ’ ακούσω στο αυτοκίνητο, την ώρα π.χ. που ήρθα να σε πάρω από τη στάση, είχα ανοικτό το ραδιόφωνο. Ό,τι ακούσω από ’κει, δεν έχω τον χρόνο ν’ ακούσω γενικότερα, άρα δεν μπορώ ν’ αξιολογήσω ποια είναι τα τραγούδια κάποιων τραγουδοποιών που μου ανέφερες. Μπορεί να είναι αριστουργήματα… Αυτό που αισθάνομαι, κι έλεγα το μεσημέρι, και είναι αντίθετο προς εμένα, είναι η αίσθηση της παραίτησης, που έγινε συνήθεια της εποχής. Αποτυπώνεται εδώ, αν θες, η κατάντια ενός συστήματος πολιτιστικού, οικονομικού και κοινωνικού και δεν ξέρω τι άλλο…
-Εννοείτε την παραίτηση, όπως εκφράζεται στιχουργικά;
–Στιχουργικά, ναι, αλλά και στο τραγούδι το ίδιο. Επίσης, άκουγα το μεσημέρι στο ραδιόφωνο ένα που έλεγε «Βοήθησέ με, είμαι ανίκανος, απροστάτευτος», δεν ξέρω τι άλλο, τα λέω τώρα με δικά μου λόγια. Δεν νομίζω ότι αυτά είναι ερωτικά τραγούδια. Ερωτικά τραγούδια έχουνε δισεκατομμύρια σε όλο τον κόσμο. Εγώ δεν έχω ακούσει ωραιότερο στίχο -και με τα απλούστερα λόγια, που δεν είναι ερωτικά, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοιος- από αυτόν του Ρίτσου που λέει: «Πού γύριζες κοριτσάκι…». Μιλάει για την κόρη του, εκεί που σμίγει η αγάπη της μητέρας και του πατέρα. Αυτό το στοιχείο εμένα με συγκλονίζει, με διεγείρει ως ένας ποιητικός λόγος που παρόμοιόν του δεν έχει, για την απλούστερη και την πιο συνηθισμένη εκδήλωση δύο ανθρώπων. Οτιδήποτε που δεν έχει να κάνει με τον κοινωνικό προβληματισμό, με την καθημερινότητα των ανθρώπων, με τις αγωνίες τους, με τις προσδοκίες τους, δεν με αφορά. Προσπαθώ να συμπαρασταθώ στην καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων, γιατί κι εγώ είμαι ένας απ’ αυτούς. Το να μιλάς με ένα τραγούδι π.χ. που είναι από το θέατρο – παλιό 40, 50 χρόνων τραγούδι απ’ τους «Προστάτες», που είχε ανεβάσει ο Κουν.
-Του Μήτσου Ευθυμιάδη.
-Ναι, ναι! Έλεγε: «Μια φορά κι έναν καιρό… ήταν κάτι φουκαράδες οι Ραγιάδες. Κοτζαμπάσηδες, πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες κυβερνούσανε τη χώρα…». Αυτό δεν ζούμε και σήμερα; Γιατί να φοβηθώ να το πω αυτό; Και γιατί να μην συγκρίνω μέσα από την ιστορία τις δύο καταστάσεις; Άλλαξε στην πορεία τίποτα, ώστε να αισθάνεται ο κόσμος πιο ελεύθερα, πιο αλληλέγγυος; Βλέπετε μια αλλοίωση της ανθρώπινης υπόστασης, η οποία δεν είναι ό,τι καλύτερο και ούτε πάει στην ιδιοσυγκρασία μου. Θα πω τα πράγματα με τα όνομά τους κι όπως θες πάρ’ το.
-Έχετε συνεργαστεί με ανθρώπους, πλην της μελοποιημένης σύνθεσης, πλην των ποιητών εννοώ, με στιχουργούς του ύψους του Βίρβου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με τον Μάνο Ελευθερίου. Συνεργάζεστε εδώ και πολλά χρόνια με τον Δημήτρη Λέντζο. Αισθανθήκατε την ανάγκη να συνεργαστείτε με στιχουργούς της νεότερης γενιάς π.χ. τη Λίνα τη Νικολακοπούλου, αναφέρω ενδεικτικά ένα προβεβλημένο όνομα, ή στιχουργούς αυτού του ύφους;
-Όχι, και να σου πω γιατί. Θαυμάζω τη δουλειά που κάνουν, και ιδιαίτερα η κυρία Νικολακοπούλου είναι πολύ ικανή και ταλαντούχα στιχουργός, αλλά είναι έξω από τη δική μου ρότα, μού αρέσει πάρα πολύ να την ακούω σε τραγούδια που γράφουν άλλοι, αλλά εγώ δεν μπορώ, δεν με παρακινεί κάτι που δεν έχει να κάνει με μια κοινωνική πραγματικότητα, και να προβληματιστεί απ’ αυτό. Με τον Λέντζο συνεργαζόμαστε, γιατί βαδίζουμε στις ίδιες ράγες. Υπάρχουν ένα σωρό και από τους ποιητές τους κλασικούς… Ο Ελύτης, ας πούμε, δεν θα μου πήγαινε, ο Σεφέρης δεν μου πολυπάει, μού πάει ο Ρίτσος.
-Κι όμως, ο Λέντζος π.χ. έχει έντονα λυρικό στίχο πολλές φορές. Γιατί ο Ελύτης δεν θα σας πήγαινε, ο λυρισμός του Ελύτη απ’ τους «Προσανατολισμούς» φερ’ ειπείν…;
–Το τραγούδι είναι μια υπόθεση που χρειάζεται μια αμεσότητα και μια απλότητα. Όπου χρειάζεται μια διανοητική ανάπτυξη, ας το πω έτσι, λίγο μεγαλύτερη, δεν είναι ό,τι πιο πρόσφορο για να επικοινωνήσεις με τον κόσμο, είναι προτιμότερο να το αφήσεις ως ποίημα, να το χαρείς, δεν χρειάζεται, σώνει και καλά, να το μελοποιήσεις.
-Από την πλευρά των ερμηνευτών/τριών υπάρχουν ονόματα που θελήσατε να συνεργαστείτε αλλά δεν το έφεραν οι περιστάσεις ή που θα θέλατε τώρα να συνεργαστείτε πια μαζί τους;
-Όχι. Άμα θέλω κάποιον, του το λέω ή, αν μου προτείνει κάποιος, θα του πω ή ευχαρίστως ή δεν έχω χρόνο, δεν μπορώ για οποιονδήποτε λόγο. Εκτιμώ τους ανθρώπους με προσφορά, αλλά πρέπει να μπορέσει να δέσει και η δική μου ψυχολογία, η δική μου ψυχή με οποιονδήποτε συνεργάτη.
-Είστε δύσκολος στις συνεργασίες σας;
-Όχι, αντίθετα, πλήρης ελευθερία! Αν είναι κάτι στραβό, λέω «για πες τε το κι έτσι», «πες τε το κι αλλιώς» και προσπαθώ να βρω κι εγώ. Εργάστηκα πολύ με τον Κουν, ο οποίος είχε μια αρετή, την οποία φαίνεται την είχα κι εγώ στα σπάργανα και μου καλλιεργήθηκε μετά, μού αρέσει να ρωτώ και τον τελευταίο ακροατή και γειτόνισσα «Πώς σού φαίνεται αυτό, σού αρέσει ή δεν σού αρέσει;». Δεν είμαι από τους συνθέτες που θα πω «αυτό είναι, γράψε και τέρμα». Ακούω…
-Σ’ αυτούς τους γείτονες μπορεί να περιλαμβάνεται ένα παιδί 25 χρονών;
-Βεβαίως! Ο οποιοσδήποτε, αρκεί κι εμένα να μού λέει κάτι. Αυτός ο ερεθισμός των σημερινών παιδιών, που υποδηλώνει παραίτηση, δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου.
-Αυτό αφορά τον στίχο, τη μουσική;
-Δεν βάζω και μια πρίζα να γράφω τραγούδια με στιλ αμερικάνικο ή εγγλέζικο ή ό,τι άλλο, γράφω αυτό που αισθάνεται η ψυχή μου κι ανάλογα με τη γνώση και τον ήχο που έχει συνδεθεί στο κεφάλι μου σ’ όλη μου τη ζωή, δημοτικό τραγούδι, βυζαντινό τραγούδι ή η δυτικότροπη σπουδή μου, που είναι αρκετή, ό,τι έχω ακούσει, έχω ακούσει πολλά πράγματα απ’ την κλασική μουσική, ένας τρόπος μαζικός επίσης, υπάρχουν, δόξα Σοι ο Θεός, του κόσμου τα καλά ν’ ακούσει κανείς και να μην αποκλείει τίποτα. Η μουσική είναι ένα στοιχείο σύμφυτο με τον άνθρωπο, όπως το οξυγόνο του. Μπορείς να μού υποδείξεις έναν άνθρωπο που σ’ όλη του τη ζωή δεν ψιθύρισε μια φράση μουσική; Οποιονδήποτε. Εμένα μού είναι αδιανόητο αυτό το πράγμα, δεν μπορώ να φανταστώ ούτε έναν, από τα βάθη της Ασίας μέχρι και… Η ανάγκη του ανθρώπου να εκφραστεί είναι ένα στοιχείο που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Άρα, η φαντασία σου μπορεί να συμπληρώσει κάτι που δεν υπάρχει ή να επηρεαστεί από κάτι, γιατί τίποτα δεν είναι πρωτογενές, όλο κι από κάτι έχουμε ακούσει, μισή φράση, μία νότα από ’δω ή από ’κει, κάποια στιγμή μπορεί να σου φανερωθεί στα πόδια σου, όταν, ας πούμε, έπαιζε ο Χατζιδάκις, είχαμε μια βαθιά φιλία και αλληλοεκτίμηση, εγώ συγκλονίστηκα κι, έτσι, όταν κάναμε με τον Μίμη τον Κουγιουμτζή τον «Πλούτο» στην Επίδαυρο, τότε έτυχε και η ευτυχής συγκυρία συνεργασίας με τη Μαριανίνα Κριεζή κι έγραψε ένα τραγουδάκι, που είχε αναφορά στον Μάνο.
–Ο πέραν της τραγουδοποιίας Χρήστος Λεοντής έχω την εντύπωση, διορθώστε με αν κάνω λάθος, ότι -και δεν ξέρω αν το τελειώσατε- ετοιμάζατε μία σουίτα για πιάνο και έγχορδα, που παρουσιάστηκε στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Θα ξανακάνατε κάτι παρόμοιο;
–Βεβαίως! Θα ήθελα η ΕΡΤ να προτείνει να ξαναπαιχτεί το «Φυλάττειν Θερμοπύλες», το οποίο, κατ’ εμέ, είναι το σπουδαιότερο ποίημα της τελευταίας πεντηκονταετίας, είναι, θα έλεγα, η συνέχεια ή η προέκταση, ή δεν ξέρω πώς αλλιώς μπορεί να το πει κανείς, του «Άξιον Εστί», που ξεκινάει από μία ιστορική εποχή και γεγονότα στη χώρα μας και επεκτείνεται από τον Νεγρεπόντη, από τη στιγμή που ήταν εξόριστος από τη δικτατορία στη Γυάρο, οραματιζόμενος έναν κόσμο κι έναν λαό ελεύθερο, να μπορεί να ζει ευτυχισμένος, βασισμένος στις ανθρώπινες αξίες.
-Κοίταγα πριν από λίγες μέρες τον δίσκο εκείνο τον παλιό της CBS με τις κοινές συναυλίες με τον Θάνο Μικρούτσικο. Δεν έτυχε ή δεν επιδιώξατε να κάνετε δισκογραφική δουλειά από κοινού ίσως με τον Μάνο τον Λοΐζο, που ήσασταν και φίλοι και συνοδοιπόροι;
-Ο Μάνος, δυστυχώς, έφυγε νωρίς. Την τελευταία εικοσαετία έκανα πολλούς δίσκους κι έχω ακόμα πολλά πράγματα, αν και καθυστερούσα κι εγώ αρκετά, γιατί οι σχέσεις μου με τις εταιρείες δεν ήταν ό,τι καλύτερο για οικονομικούς και διάφορους άλλους λόγους, αλλά εγώ πρέπει να ταιριάζω ιδεολογικά -και μην το πάρει κανείς κομματικά, δεν μ’ ενδιαφέρει αυτό το πράγμα στην τέχνη- να ταιριάζω με τον άνθρωπο που θα συνεργαστώ. Με ποιους είσαι, δηλαδή, είσαι με τον κόσμο, με την πλειοψηφία του κόσμου, είσαι με τις αγωνίες του κόσμου ή σ’ ενδιαφέρει το Εγώ σου; Το Εμείς μ’ ενδιαφέρει σ’ όλα τα ζητήματα και, γι’ αυτό, ο πιο εμβληματικός στίχος που με εκφράζει, είναι ο στίχος του Ρίτσου «Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο». Μ’ αυτόν τελειώνω τις συναυλίες μου και μ’ αυτόν θα τις τελειώνω όσο ζω, διότι το θεωρώ το πιο απαραίτητο και το πιο αναγκαίο στοιχείο, για να μπορέσει να γίνει ένα βήμα μπροστά και να μονιάσουν οι άνθρωποι, να συνεργαστούν, να έχουν αλληλεγγύη, να υπάρχει μια βοήθεια, να σκέφτεσαι τον γείτονά σου, αν έχει ψωμί να φάει, αν έχει ένα κεραμίδι να κοιμηθεί.
-Αυτό που είχατε πει κάποτε, ότι «Αριστερά είναι να περνάω εγώ καλά, αλλά να περνάει κι ο διπλανός μου».
-Ο διπλανός είναι, ε βέβαια, χωρίς αυτό δεν γίνεται, αλλιώς είναι ζούγκλα.
-Καθώς οι άνθρωποι, τα μεγάλα κεφάλαια του ελληνικού τραγουδιού φεύγουν ένας-ένας, σιγά-σιγά έχετε απομείνει από τη λεγόμενη παλιά δημιουργική φρουρά λίγοι άνθρωποι πια, αισθάνεστε ότι φυλάττετε Θερμοπύλες; Ένα είδος μετεριζιού, άνθρωποι όπως εσείς, ο Ξαρχάκος, πριν από λίγο καιρό χάσαμε και τον Μαρκόπουλο, έχει φύγει πολύς κόσμος πια…
-Κοίταξε να δεις, η ζωή δεν σταματάει, υπάρχουν σημερινοί μουσικοί εξαιρετικοί που γράφουν ωραία τραγούδια, δεν ήρθε η καταστροφή του κόσμου, απλώς υπάρχει ένα σύστημα που δεν δίνει βήμα σε νέους ανθρώπους, σ’ οποιονδήποτε, αυτή είναι όλη η ιστορία. Εμποδίζουνε την έκφραση, νομίζουνε ότι είμαστε σε μια δημοκρατία, πουθενά δεν είμαστε, σε μία ελεγχόμενη και κατευθυνόμενη πορεία, που δεν ξέρω πώς να την ονομάσω.
-Ξέρετε, μερικές φορές, μιλώντας με νεότερους συνθέτες ή τραγουδοποιούς που αισθάνονται ή αισθάνθηκαν πολύ βαριά τη σκιά της πολύ μεγάλης γενιάς του ελληνικού τραγουδιού, στην οποία σαφώς εντάσσεσθε και ως προσφορά και ως όνομα, μού έλεγαν πως αισθάνονταν ότι τους κοβόταν ο δρόμος μ’ έναν τρόπο, ότι και οι εταιρείες, από την άλλη πλευρά, δεν τους έδιναν βήμα. Σάς έχει μεταφερθεί εσάς αυτό; Το έχετε ως πληροφορία, ως αίσθηση από τους νεότερους ανθρώπους;
-Κατά τη γνώμη μου, ο νέος άνθρωπος θα πρέπει να ξεπεράσει αυτού του είδους τις συγκρίσεις και τις δικαιολογίες. Ασχολήσου με τον κόσμο, ασχολήσου με την ομορφιά, μην ασχοληθείς με τη μόδα, ξεπέρασε τη συνήθειά σου και θα ’λεγα ακόμη και κάτι που μού ’χε πει, όταν ήμουν νεότερος, ο Ρίτσος: Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Μορφώσου, διεύρυνε τον πνευματικό και μουσικό σου ορίζοντα, ν’ ακούς πολλά είδη μουσικής, να διαβάζεις μουσική κι άφησε το ταλέντο σου και τη σκέψη σου ελεύθερη, με τον κόσμο, όμως. Τότε θα δεις ότι θα δημιουργηθούν, θα βγουν πολλοί ταλαντούχοι άνθρωποι, θα συνεχίσουν μία πορεία στο τραγούδι. Αυτή τη στιγμή όλοι, αισθάνομαι εγώ, η ανθρωπότητα πάντα κινείται σε μία σπειροειδή κίνηση, τη μία φορά βρίσκεται στα πάνω, την άλλη στα κάτω, δεν σταματάει πουθενά, το αν αυτή τη στιγμή είμαστε στα κάτω, ε, κοιτάξτε πώς θα πάμε επάνω.
-Είμαστε στα κάτω;
-Ε, πώς δεν είμαστε! Αυτά που γίνονται κάθε μέρα, με την αθλιότητα που υπάρχει και με την αδιαφορία που υπάρχει και με την κλεψιά που υπάρχει και παρακαλώ τον κύριο Κοττάκη να μην τα κόψει αυτά, γιατί αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα, αυτό υπάρχει, πώς να αισθανθείς άνθρωπος, πώς να αισθανθείς, ας πούμε, ότι εργάζεσαι σε μία ομαλή κι όχι φοβισμένη κοινωνία; Ο φόβος είναι ο χειρότερος εχθρός για οτιδήποτε. Πρέπει να ξεφοβηθείς και να ελευθερωθείς και να μιλήσεις και να εκφραστείς.
-Παλιότερα, που ήταν διαφορετικά τα πράγματα, οι συνθέτες του δικού σας ύφους απευθύνονταν, εγώ θα ’λεγα δικαιωματικά, σ’ ένα πολύ μεγάλου εύρους κοινό. Έχετε την αίσθηση ότι οι καινούργιες σας δουλειές απευθύνονται, ποσοτικά μιλάω, σ’ ένα τέτοιο κοινό, σ’ ένα τόσο ευρύ κοινό, όπως παλιότερα, ή αισθάνεστε να έχει στενέψει το περιθώριο των ανθρώπων στο οποίο απευθύνεστε;
-Κοίταξε, ταλαντούχοι μουσικοί υπάρχουν και θα υπάρχουν. Αν οι προσδοκίες τού κόσμου είναι από ’δω κι εσύ πας από ’κει, όποιος κι αν είσαι, θα σε περιφρονήσει, θα σε ξεπεράσει. Πρέπει να συμβαδίζουν οι προσδοκίες του κοινού, του κόσμου που ακούει, με αυτά που εκφράζει η τέχνη σου.
-Άρα, αν το πάω στο γνωστό γνωμικό «είναι στραβός ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε», να υποθέσω ότι είναι στραβός ο γιαλός πια σήμερα;
-Στραβά είναι τα πράγματα στη ζωή, όταν ξεπερνούν τις ανθρώπινες αξίες, όταν ξεπερνούν το Εμείς και πάνε στο Εγώ. Όταν σκέφτεσαι και τον άλλον, είτε δημιουργώντας είτε σαν κοινωνική επικοινωνία κι επαφή, μην φοβάσαι, ο φόβος θα πρέπει να είναι όταν εσύ αγνοείς και τραβάς έναν δρόμο μοναχικό, αυτό έχω καταλάβει εγώ από τη ζωή κι αυτό προσπαθώ να υπηρετώ, και οι άλλοι ας κάνουν ό,τι θέλουν.
-Αυτός ο μοναχικός δρόμος, δημιουργικά το εννοώ, ο δημιουργικός μοναχικός δρόμος μπορεί να είναι αποκομμένος από τον πολύ κόσμο αλλά να είναι, εν τούτοις, και μεγαλειώδης;
-Ποιος θα το κρίνει;
-Ο χρόνος υποθέτω.
-Ο χρόνος. Βλέπεις πόσα έργα, έχεις ακούσει ποτέ έργα που να μην είναι μεγαλειώδη και να μην έχουν εκλαϊκευθεί μέχρι σήμερα; Ο Όμηρος…
-Ως δικαίωση μετέπειτα, λέω. Αυτό το έχουμε το παράδειγμα στη λογοτεχνία, έχουμε πράγματα και στη μουσική, που στον καιρό τους δεν εκτιμήθηκαν, ήταν μοναχική η πορεία των δημιουργών τους, αλλά αργότερα, αφού ανακαλύφθηκαν, δικαιώθηκαν.
-Η κοινωνία δεν βαδίζει με τη δεκαετία ή την πενταετία, είναι μία αδιάκοπη κίνηση και, όταν είναι ένα νόημα, μία έκφραση να συμπέσει σε δέκα, σε είκοσι χρόνια, πάει να πει ότι, αν λέει κάτι, θα συμπέσει και θα το αποδεχτεί ο κόσμος. Αν δεν λέει τίποτα, δεν μπα να το ’χεις εκατόν πενήντα χρόνια, δεν πρόκειται ποτέ να βγει.
-Δεν είναι πικρό αυτό για έναν δημιουργό;
-Ε, και; Θα βγουν άλλοι, που θα κάνουν πιο γλυκά πράγματα.
-Εννοώ αυτή η έλλειψη δικαίωσης, που μπορεί να…
-Αυτό αφορά το άτομο, να δικαιωθεί. Αλλά ένα άτομο, όταν απευθύνεται σε μία κοινωνία, το όποιο άτομο, οφείλει κάτι να υπάρξει, μία επικοινωνία κι ένα δέσιμο με το σύνολο. Αν αυτό δεν το καταφέρει για χι λόγους, ε, δεν φταίει η κοινωνία γι’ αυτό.
-«Αχ, έρωτα!» ο τίτλος του δίσκου που αγαπήθηκε ιδιαίτερα. Πόσο σας επηρέασε ο έρωτας στη δουλειά σας αλλά κι ένα δεύτερο ερώτημα, πάλι από τον τίτλο του δίσκου, την «Ανάσταση ονείρων». Στη σημερινή εποχή μήπως χρειάζεται ανάταξη ονείρων, για να κάνω ένα λογοπαίγνιο…;
-Προφανώς, αυτό εξαρτάται από την ίδια την κοινωνία, από την ίδια τη συμπεριφορά, για αυτό είπα πιο μπροστά, τόσες φορές είπαμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ότι έχεις την ευθύνη εσύ ο ίδιος για την πραγματοποίηση των ονείρων σου. Αγώνας, λοιπόν, χρειάζεται για να πραγματοποιηθούν τα όνειρα και δεν μιλάω τώρα σε ατομικό επίπεδο αλλά σ’ ένα συλλογικό επίπεδο. Αγώνας. Αγώνας για καλύτερη ζωή και την καλύτερη ζωή δεν την εννοώ να ’χεις φράγκα στην τσέπη, τα λεφτά δεν είναι η ευτυχία του ανθρώπου. Διάβαζα ένα βιβλίο πριν από καιρό, που λέει κάτι το καταπληκτικό, που μ’ άρεσε πάρα πολύ και που νομίζω ότι εκφράζει την αλήθεια, την παγκόσμια αλήθεια και την ιστορική αλήθεια. Λέει: «Η δυστυχία της ανθρωπότητας ξεκινάει από τη στιγμή που κάποιος σκέφτηκε να βάλει τέσσερις πασσάλους και να πει αυτό είναι δικό μου».
-Αυτό είναι καπιταλισμός, θα απαντούσε κάποιος.
-Ε, ναι, αυτό λέω τώρα. Αυτό λέω ακριβώς τώρα.
-Και από την άλλη πλευρά, τη δημιουργική πλευρά του έρωτα πολλές φορές, θυμάστε το φροϋδικό που λέμε, ότι οι δύο κινητήριες δυνάμεις της ανθρωπότητας είναι ο έρωτας κι ο θάνατος. Αυτά με τον έναν ή άλλον τρόπο πώς σας έχουν κινητοποιήσει δημιουργικά στη δουλειά σας;
-Ο έρωτας είναι το ύψιστο, ας πούμε, αίσθημα, που μπορεί να κυριαρχήσει, και δικαίως και σωστά και όμορφα κυριαρχεί στον άνθρωπο. Ο θάνατος, θα χρησιμοποιήσω κάτι που μου ’λεγε η καημένη η μάνα μου, που ήταν αγράμματη, λέει «ο θάνατος, παιδί μου, είναι η συνέχεια της ζωής, το ίδιο πράγμα είναι», μία αγράμματη γυναίκα, είναι κάτι το οποίο ξέρεις εκ των προτέρων ότι θα γίνει, θες, δεν θες, το μόνο που δεν ξέρεις είναι πότε, ε, μπορεί να είναι και αύριο, να πέσει ένα τούβλο τώρα που θα βγούμε απ’ το σπίτι, να μας σκοτώσει ή μπορεί να ζήσω, εγώ τώρα είμαι 84, να πάω 184.
-Αυτό που λέει ο Ευριπίδης, έχετε ασχοληθεί πολύ μ’ αυτό, με τη μουσική στην αρχαία τραγωδία, του έρωτα μέγα κακό, τον θυμάστε τον στίχο.
-Το έχω κάνει τραγούδι, ήθελα να το βάλω, αλλά δεν χώραγε εκεί.
-Ποιο είναι αυτό το κακό του έρωτα, το μέγα κιόλας;
-Αυτό το μαχαίρι που μπαίνει στην καρδιά, στην ψυχή σου, είτε ο έρωτας είναι δυνατός ή ανύπαρκτος. Υποφέρεις και όταν είσαι ερωτευμένος και όταν επιθυμείς τον έρωτα και δεν τον έχεις.
-Ο μονομερής έρωτας, εννοείτε; Ή η έλλειψη;
-Η έλλειψη έρωτα είναι δυστυχία. Δεν έχω αισθανθεί έτσι, αλλά υποθέτω.
-Πολλές φορές, όταν κάνουμε αυτή την ερώτηση σε δημιουργούς, η απάντηση που παίρνουμε είναι πολύ κλασική, μπορεί να ερωτευθείς τα πάντα, ένα λουλούδι, έναν άνθρωπο, τη ζωή την ίδια, είναι κάτι που είναι δημοφιλές ως απάντηση αυτό.
-Ναι είναι λιγάκι, ας πούμε…
-Κλισέ;
-Ναι, ναι! Εγώ δεν ερωτεύτηκα μία πέτρα, παρόλο που έχω βρει μια πέτρα, θα στη δείξω μετά, μεγαλείο της φύσης, δύο πέτρες, διαφορετικά πετρώματα αγκαλιασμένες. Όπως, επίσης, θα σου δείξω μια φωτογραφία που να γράφω στη θάλασσα, που είναι γλυπτό. Να στη δείξω;
–Βεβαίως.
-Έχετε καλή σχέση, αποδεδειγμένα πια, με το θέατρο, έχοντας και στις αποσκευές σας και βραβείο, με τη λάμψη στα μάτια εννοώ, έχετε κάνει και τηλεόραση αρκετή κι ο κόσμος δεν το ξέρει, πολλές φορές στις συνεντεύξεις σάς ρωτάνε, ο κόσμος, πολλοί, δεν γνωρίζουν ότι έχετε κάνει τη μουσική για την «Αθλητική Κυριακή». Εν τούτοις, έχετε κάνει και μουσική για σειρές, έχετε δουλέψει για την τηλεόραση. Έχετε πει, όμως, ότι ο κινηματογράφος δεν είναι το αγαπημένο σας, υποθέτω ούτε και η τηλεόραση. Γιατί ο κινηματογράφος δεν είναι; Επειδή είχατε πει ότι γράφετε ένα ολόκληρο έργο και παίρνει ένα μικρό κομμάτι ο σκηνοθέτης; Αυτός είναι ο λόγος;
-Όχι, δεν γράφω ένα ολόκληρο κομμάτι, ας πούμε, από εδώ μέχρι εκεί. Είναι επτάμισι δευτερόλεπτα, θέλουν μία γέφυρα. Έτσι ουπ να κάνεις, πέρασαν τα επτάμισι δευτερόλεπτα, είναι τεχνική δουλειά, δεν ξέρω. Στον παλιό κινηματογράφο γινόταν έτσι, τώρα στον πιο καινούργιο δεν ξέρω πώς, δεν παρακολουθώ.
-Επειδή έχουμε κι εξαιρετικές μουσικές… στον κινηματογράφο.
-Προφανώς, αλλά ποιες είν’ αυτές, αυτές που είναι απλωμένες, δεν είναι εφτά δευτερόλεπτα.
-Όχι!
-Ε, αυτό λέω, αυτή ήταν η μεγάλη διαφορά, ή σε βάζανε να κάνεις υποκρούσεις από κάτω ή σου λέγανε εδώ είναι στο κέντρο, βάλε ένα χασάπικο.
-Θα θέλατε να έχετε ένα είδος αδελφής ψυχής στον κινηματογράφο, όπως έχει η Καραΐνδρου τον Αγγελόπουλο; Θα σας ενδιέφερε αυτό;
-Όχι. Δεν έχω κανένα ιδιαίτερο καημό. Γελάς; Πώς να σου πω… Μου ’χει μείνει αυτό το πράγμα, ο κινηματογράφος να με αφήνει λίγο απέξω, παρόλο που είναι μια σπουδαία τέχνη, αλλά δεν ξέρω, δεν τό ’χω σκεφτεί ποτέ μου. Ε, δεν είναι, εμένα το θέατρο ήταν που… Να σου πω γιατί… Το θέατρο έχει αυτή την απέραντη και υπέροχη ομορφιά, το ότι είσαι ομοτράπεζος να κουβεντιάσεις και να ανταλλάξεις εμπειρίες και γνώσεις με πρόσωπα, είναι πολύ ουσιαστικό να συζητάς με τον Κουν, με τον Τσαρούχη, με τον Καμπανέλλη, με τον Μίλτο Βολανάκη, με τη Συνοδινού. Έχεις πολλά πράγματα να πάρεις και να δώσεις.
-Δεν θα είχατε αντιστοίχως με τον Αγγελόπουλο, τον Βούλγαρη, να μιλήσω για τον Γιώργο Λάνθιμο, που πήρε μάλιστα και προχτές στο φεστιβάλ βραβείο στη Βενετία;
-Δεν τον ξέρω, δεν έχω δει ταινίες του, για να ’μαι ειλικρινής, αλλά καμιά φορά, ξέρεις, και η μόδα είναι αυτή που επιβραβεύει ένα άλφα είδος, δεν τον ξέρω, δεν έχω δει ταινίες του Λάνθιμου και δεν ξέρω, υποθέτω ότι είναι ταλαντούχος για να γίνεται τόσος ντόρος, αλλά κρατάω γενικά μικρό καλάθι, δεν εμπιστεύομαι τις μόδες πολύ. Θέλω να αισθανθώ εγώ αυτόν τον κόμπο στον λαιμό, κάθε φορά που θα επικοινωνήσω με κάτι.
-Βλέπετε κινηματογράφο; Τον έχετε αισθανθεί αυτόν τον κόμπο στον λαιμό;
-Όχι, έχω πολλά χρόνια να πάω κινηματογράφο.
-Α, ναι; Ούτε στην τηλεόραση δεν βλέπετε σε συνδρομητικά κανάλια κινηματογράφο;
–Όχι, όχι, κατ’ αρχήν δεν μπορώ να βλέπω σ’ ένα κουτί, δεν μπορώ να βλέπω σίριαλ κ.λπ., βλέπω για δύο λεπτά, το βαριέμαι οτιδήποτε περνάει μέσα από το κουτί αυτό. Οι ειδήσεις πλέον δεν βλέπονται, είναι ένα λιβανιστήρι και μία αθλιότητα κι από αμόρφωτους δημοσιογράφους κι από ακατάλληλους δημοσιογράφους, που τσεβδίζουνε, δεν μιλάνε καθαρά, μιλάνε τόσο γρήγορα που δεν καταλαβαίνει κανείς.
-Αλήθεια, τι αποκομίσατε απ’ αυτόν τον ενάμιση χρόνο που ήσασταν στην ΕΡΤ;
-Θα πρέπει να ξέρετε κι όλος ο κόσμος, πολλοί το ξέρουν, άλλοι δεν το ξέρουν καθόλου, ο πρόεδρος στην ΕΡΤ είναι γλάστρα.
-Ναι, βάσει νόμου, δεν έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες.
-Και καμία, μην σου πω. Αν ερχόσουνα να πιεις έναν καφέ στο γραφείο μου, θα τον πλήρωνα εγώ, για να σου δώσω να καταλάβεις το μέγεθος. Άμα δεις την ιεραρχία, πρώτα πρόεδρος και μετά διευθύνων σύμβουλος κι όλα τα από κει και κάτω. Πας στο οργανόγραμμα και να δεις τις αρμοδιότητες του καθενός. Πρόεδρος δεν υπάρχει, εμένα με φωνάξανε για να κάνω, τι δουλειά θα κάνω τέλος πάντων.
-Γιατί δεχτήκατε τότε;
-Γιατί ήθελα να βοηθήσω τα μουσικά σύνολα, και προσπάθησα και κάτι άφησα. Άφησα τη μουσική βιβλιοθήκη της ΕΡΤ, η οποία είναι ψηφιοποιημένη αυτή τη στιγμή, από κει που ήτανε τρία φορτηγά πεταμένα στον κήπο παρτιτούρες μέχρι και… από τη Βέρμαχτ υπήρχαν, που στέλνανε από το Βερολίνο την περίοδο της Κατοχής για την ψυχαγωγία των γερμανών στρατιωτών και χειρόγραφες παρτιτούρες των δασκάλων μας, που είναι η ιστορία της ελληνικής λόγιας μουσικής, συμφωνικής, όπως θέλετε, πέστε την.