Αρδην αλλάζει η πολιτική του Βερολίνου ως προς το σκεύασμα της AstraZeneca, μετά τη σύσταση της Διαρκούς Επιτροπής Εμβολιασμών (Stiko) της Γερμανίας, η οποία πρότεινε όσοι εμβολιάστηκαν κατά του Covid-19 με την πρώτη δόση του εμβολίου της AstraZeneca, ανεξαρτήτως ηλικίας, να λάβουν τη δεύτερη δόση με ένα από τα εμβόλια τύπου mRNA (BioNtech/Pfizer ή Moderna), σε διάστημα (απόσταση α’ και β’ δόσης) τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων. Τη σύσταση της Stiko υιοθέτησε άμεσα η κυβέρνηση, με τον υπουργό Υγείας Γενς Σπαν να επιβεβαιώνει χθες τον συνδυασμό των σκευασμάτων.
«Ο συνδυασμός ενός εμβολιασμού με AstraZeneca με μία δεύτερη δόση με BioNTech ή Moderna προσφέρει πάρα πολύ μεγάλη προστασία – τουλάχιστον όση προστασία προσφέρουν δύο δόσεις από ένα εμβόλιο mRNA» τόνισε ο Σπαν, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα ότι όλα τα εμβόλια που κυκλοφορούν στη Γερμανία είναι ασφαλή και προσφέρουν επίσης καλή προστασία.
«Ανώτερη»
Οπως διευκρίνισε η επιτροπή, η αλλαγή της σύστασης οφείλεται αφενός στην εξάπλωση της παραλλαγής Δέλτα, του βασικού στελέχους του νέου κορονοϊού, αφετέρου στις έρευνες που δείχνουν ότι η ανοσοαπόκριση από τον συνδυασμό του εμβολίου της AstraZeneca με ένα από τα εμβόλια BioNTech/Pfizer ή Moderna είναι «σαφώς ανώτερη» από αυτήν έπειτα από δύο δόσεις του σκευάσματος της AstraZeneca. Η Stiko διευκρινίζει ωστόσο ότι η σύστασή της δίνεται με την επιφύλαξη των σχολίων που θα προκύψουν από τη διαδικασία, η οποία δεν έχει ακόμη αρχίσει. Εως τώρα η επιτροπή, η οποία έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα, συνιστούσε τον συνδυασμό των δύο σκευασμάτων μόνο στην περίπτωση που κάποιο άτομο κάτω των 60 ετών είχε λάβει την α’ δόση του εμβολίου της AstraZeneca πριν εκδοθεί η σύσταση που συνιστούσε τη χορήγηση του εν λόγω σκευάσματος μόνο στους μεγαλύτερους.
Την ώρα που στην Ελλάδα δεν δίνεται δυνατότητα αλλαγής εμβολίου σε όσους έχουν κάνει την πρώτη δόση με AstraZeneca, εκτός αν υπάρχει σχετική εντολή γιατρού, η Stiko αναφέρει πως πήρε αυτή την απόφαση υπό την απειλή της παραλλαγής Δέλτα, η οποία, σύμφωνα με τον υπουργό Υγείας Γενς Σπαν, εντός του Ιουλίου αναμένεται να έχει φτάσει στο 70%-80% του συνόλου των κρουσμάτων.