Αισθάνεστε κουρασμένοι, αδύναμοι και έχετε ταχυκαρδία, κρύα πόδια και χέρια; Τότε ίσως πρέπει να «ακούσετε» το σώμα σας και τα μηνύματα που σας στέλνει και να επισκεφθείτε άμεσα τον γιατρό σας, καθώς τα παραπάνω είναι από τα πρώτα συμπτώματα αναιμίας, που μπορεί να είναι κάτι παροδικό, αλλά ίσως να κρύβει και σοβαρές ασθένειες οι οποίες χρειάζονται άμεσα παρακολούθηση.
Η αναιμία είναι μια συχνή κλινική κατάσταση, η οποία προκαλείται από επίκτητες ή κληρονομικές ανωμαλίες των ερυθροκυττάρων ή των μητρικών τους κυττάρων, ενώ είναι δυνατό να αποτελεί και εκδήλωση μη αιματολογικών διαταραχών. Με την αναιμία πέφτει η τιμή της αιμοσφαιρίνης ή του αιματοκρίτη κάτω από τα επίπεδα που θεωρούνται φυσιολογικά και βρίσκονται σε ανεπάρκεια τα ερυθρά αιμοσφαίρια, τα οποία μεταφέρουν την απαραίτητη ποσότητα οξυγόνου στους ιστούς του σώματος. Τότε μπορεί να προκληθούν στον ασθενή διάφορα συμπτώματα, όπως αδυναμία και αίσθημα κόπωσης.
O μηχανισμός ανάπτυξης
Ο αιματολόγος Γιώργος Στεφάνου εξηγεί στην «Espresso» τον μηχανισμό ανάπτυξης της αναιμίας. Σύμφωνα με τον κ. Στεφάνου, ο χρόνος επιβίωσης των ερυθροκυττάρων είναι περίπου 120 ημέρες. Σε ένα υγιές άτομο περίπου 1% από τα γηρασμένα ερυθροκύτταρα που κυκλοφορούν καταστρέφονται καθημερινά και ο μυελός των οστών φυσιολογικά συνεχίζει την παραγωγή τους, ώστε να αποδίδει στην περιφέρεια ώριμα υγιή ερυθροκύτταρα και να αναπληρώνεται με αυτόν τον τρόπο η φυσιολογική απώλεια.
Η παραγωγή των ώριμων ερυθροκυττάρων, σημειώνει ο κ. Στεφάνου, απαιτεί τη διέγερσή της από την ερυθροποιητίνη και την εξασφάλιση θρεπτικών παραγόντων (σίδηρος, βιταμίνη Β12, φυλλικό οξύ). Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνονται σταθερά επίπεδα αιματοκρίτη και αιμοσφαιρίνης, εφόσον βέβαια υπάρχει ισορροπία μεταξύ παραγωγής και καταστροφής των ερυθροκυττάρων. Όπως αναφέρει ο αιματολόγος, όταν διαταράσσεται αυτή η ισορροπία, αναπτύσσεται αναιμία.
Υπάρχουν πολλές μορφές αναιμίας. Μπορεί να είναι είτε μια προσωρινή διαταραχή είτε μια πιο μακροπρόθεσμη και να συνοδεύεται από ήπια ή πιο έντονα συμπτώματα. Σε κάθε περίπτωση ο ασθενής πρέπει να απευθυνθεί σε γιατρό άμεσα, καθώς η αναιμία μπορεί να είναι προειδοποιητικό σημάδι μιας σοβαρής ασθένειας.
Σύμφωνα με τον κ. Στεφάνου, τα είδη της αναιμίας ταξινομούνται με βάση την κινητική των ερυθροκυττάρων. Οι αναιμίες που καταγράφονται συχνά λόγω ελαττωμένης παραγωγής ερυθροκυττάρων είναι η σιδηροπενική αναιμία (από την οποία πάσχουν περίπου 600.000.000 άνθρωποι σε παγκόσμιο επίπεδο και είναι απόρροια είτε της έλλειψης σιδήρου είτε ανεπάρκειας απορρόφησής του ή απώλειας αίματος) και η μεσογειακή αναιμία. Η μεσογειακή αναιμία είναι συχνή στους μεσογειακούς λαούς, στους λαούς των Βαλκανίων, της Μέσης και της Άπω Ανατολής. Στην Ελλάδα η ασθένεια έχει άνιση κατανομή και η συχνότητα των φορέων κυμαίνεται από 5% έως 20% (με μέση συχνότητα 5,5%-8%).
Κρούσματα στην Ελλάδα
Ιδιαίτερα βεβαρημένες περιοχές είναι η Ρόδος (20%), η Λέσβος (19%), η βόρεια Εύβοια (17%), καθώς επίσης η Κέρκυρα, τα Τρίκαλα και η Ηλεία (12%-14%). Σημειώνεται ότι η συχνότητα της μεσογειακής αναιμίας είναι αυξημένη σε περιοχές της χώρας μας με αυξημένη επίπτωση ελονοσίας κατά το παρελθόν.
Επίσης καταγράφονται η αναιμία της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, η αναιμία των χρόνιων παθήσεων, η απλαστική αναιμία, μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα και σιδηροβλαστική αναιμία, μεγαλοβλαστική αναιμία και αναιμία από αντινεοπλασματική χημειοθεραπεία.
Οι αναιμίες που προκαλούνται λόγω αυξημένης απώλειας ή καταστροφής ερυθροκυττάρων είναι η μεθαιμορραγική αναιμία, κληρονομικές αιμολυτικές αναιμίες (όπως η δρεπανοκυτταρική αναιμία) και επίκτητες αιμολυτικές αναιμίες, όπως αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία, φαρμακογενής αιμολυτική αναιμία, τραυματική αιμολυτική αναιμία, παροξυσμική νυκτερινή αιμοσφαιρινουρία.
Θεραπείες για αντιμετώπιση της νόσου
Η θεραπεία της αναιμίας εξαρτάται από το αίτιο πρόκλησης και από το είδος της. Για παράδειγμα, για την αναιμία που οφείλεται σε έλλειψη σιδήρου συνιστάται συνήθως χορήγηση συμπληρωμάτων σιδήρου από το στόμα ή ενδοφλεβίως (παρεντερικά) και αλλαγές στη διατροφή.
Για την αναιμία που οφείλεται σε έλλειψη βιταμινών ( φυλλικού οξέος, Β12), συνιστώνται συμπληρώματα διατροφής. Αν υπάρχει πρόβλημα απορρόφησης, μπορεί να χορηγηθεί και σε ενέσιμη μορφή.
Μετάγγιση
Για την αναιμία που είναι απόρροια χρόνιων παθήσεων η θεραπεία εστιάζει στην αντιμετώπιση του υποκείμενου νοσήματος. Αν τα συμπτώματα επιδεινωθούν πολύ, μπορεί να χρειαστεί μετάγγιση αίματος ή άλλες μέθοδοι αποκατάστασης της παραγωγής ερυθρών αιμοσφαιρίων και αντιμετώπισης της κούρασης.
Για την απλαστική αναιμία η θεραπεία περιλαμβάνει μετάγγιση αίματος για να αυξηθεί ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί μεταμόσχευση μυελού των οστών, αν ο οργανισμός αδυνατεί να παράξει υγιή αιμοσφαίρια.
Για την αναιμία που οφείλεται σε παθήσεις μυελού των οστών η θεραπεία περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, χημειοθεραπεία ή μεταμόσχευση μυελού των οστών. Για τη μεσογειακή αναιμία συνιστάται κατά περίπτωση μετάγγιση αίματος, συμπληρώματα φυλλικού οξέος, ειδική φαρμακευτική αγωγή ή μεταμόσχευση μυελού των οστών.
Διάγνωση με γενική εξέταση αίματος
Η αναιμία μπορεί να διαγνωστεί μέσω γενικής εξέτασης αίματος. Οι εξετάσεις περιλαμβάνουν έλεγχο ερυθρών αιμοσφαιρίων, αιμοσφαιρίνης, αιματοκρίτη, MCV, MCH, φερριτίνης, σιδήρου ορού, TIBC, τρανσφαιρίνης αιμοπεταλίων, λευκών αιμοσφαιρίων, δικτυοερυθροκυττάρων, φυλλικού οξέος, βιταμίνης Β12. Οι τιμές αιματοκρίτη δεν πρέπει να είναι κάτω από 36 στις γυναίκες και κάτω από 41 στους άνδρες.
Αν γίνει διάγνωση αναιμίας, χρειάζεται στη συνέχεια περαιτέρω βιοχημικός έλεγχος, ώστε να εντοπιστούν η ακριβής αιτία και η μορφή της αναιμίας. Ανάλογα με το περιστατικό και το ιατρικό ιστορικό του ασθενούς ο ιατρός κρίνει αν πρέπει να γίνει ακτινολογικός έλεγχος θώρακος, κοιλίας, αξονική τομογραφία θώρακος, άνω – κάτω κοιλίας, γαστροσκόπηση ή κολονοσκόπηση.