Σύμφωνα με τους Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Αλέξανδρο Μπριασούλη (Επ. καθηγητής Καρδιολογίας), Κωνσταντίνο Τούτουζα (Καθηγητής Καρδιολογίας), Γεράσιμο Φιλιππάτο (Καθηγητής Καρδιολογίας) και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανης ΕΚΠΑ) που συνόψισαν τα δεδομένα μιας μετα-ανάλυσης 22 μελετών που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Lancet Respiratory Medicine, η επίπτωση της μυοπερικαρδίτιδας κατόπιν του εμβολιασμού έναντι του SARS-CoV-2, ήταν 18 περιστατικά ανά εκατομμύριο δόσεις εμβολίου.
«Δεν ήταν συχνότερη από τη συνολική επίπτωση μυοπερικαρδίτιδας μετά από άλλα εμβόλια έναντι διαφορετικών ιών, ενώ δε διέφερε σημαντικά συγκριτικά με την επίπτωση μυοπερικαρδίτιδας στο γενικό πληθυσμό πριν την έναρξη της πανδημίας. Μεταξύ όσων εμβολιάστηκαν έναντι του SARS-CoV-2 ο κίνδυνος μυοπεριδκαρδίτιδας ήταν σημαντικά αυξημένος σε νεαρούς άνδρες κάτω των 30 ετών που έλαβαν 2η δόση εμβολίου mRNA», αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Η μυοπερικαρδίτιδα θεωρείται ως σπάνια επιπλοκή, η οποία πιθανώς σχετίζεται με την υπέρμετρη ανοσολογική απόκριση στο mRNA των εμβολίων της Pfizer και της Moderna, με επακόλουθο τη μυοκαρδιακή φλεγμονή.
Σύμφωνα με τους καθηγητές, η μυοπερικαρδίτιδα έχει αναφερθεί στο παρελθόν και μετά από άλλα εμβόλια όπως αυτό κατά της ευλογιάς. Στην μετα-ανάλυση υπάρχουν δεδομένα από μελέτες που είχαν συμπεριλάβει 260 εκατομμύρια εμβολιασθέντες που έλαβαν περίπου 405 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων έναντι διαφόρων ιών από το 1947 έως και το 2021.
«Λαμβάνοντας υπ’όψιν τον κίνδυνο μυοπερικαρδίτιδας σε νεαρούς άνδρες μετά τον εμβολιασμό με τα εμβόλια mRNA σε μια φάση της πανδημίας κατά την οποία η μεταδοτικότητα και η βαρύτητα της νόσου έχουν μειωθεί σημαντικά, η χρήση διαφορετικών τύπων εμβολίων σε αυτή την υποομάδα πληθυσμού με σχετικά υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης μυοπερικαρδίτιδας χρήζει ενδεχομένως επανεξέτασης και περαιτέρω μελέτης. Τέλος, η συνεχής φαρμακοεπαγρύπνηση και μελέτη των δεδομένων που προκύπτουν από τον εμβολιασμό του γενικού πληθυσμού πρέπει να συνεχιστεί καθώς η συγκέντρωση επιστημονικής γνώσης και η εφαρμογή της στη δημόσια υγεία είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να οικοδομηθεί στέρεα η εμπιστοσύνη του πληθυσμού στον εμβολιασμό και να περιοριστούν οι επιπλοκές της λοίμωξης COVID-19», αναφέρεται ακόμα.