Από το 2010, όταν ξέσπασε στην Ελλάδα η κρίση των Μνημονίων και της λιτότητας, το υγειονομικό προσωπικό της χώρας άρχισε να βιώνει τον δικό του εργασιακό Μεσαίωνα. Μια σημαντική μερίδα νέων γιατρών επέλεξε τον δρόμο της φυγής, όμως η συντριπτική πλειονότητα έμεινε στη χώρα, υπομένοντας την πρωτοφανή ταπείνωση που επιφύλασσαν οι πολιτικοί υποστηρικτές των Μνημονίων στους ίδιους αλλά και στα δημόσια νοσοκομεία.
Σήμερα, υπολογίζεται πως έχουν φύγει στο εξωτερικό 20.000 γιατροί που σπούδασαν στα ελληνικά πανεπιστήμια. Αυτό το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι δύσκολο να αναπληρωθεί, όταν μάλιστα οι συνθήκες εργασίας που προσφέρει το ΕΣΥ διαρκώς χειροτερεύουν αντί να βελτιώνονται. Ομως, το πρόβλημα της μαζικής φυγής γιατρών προς τη δυτική Ευρώπη δεν ανήκει στο παρελθόν. Αντίθετα, είναι ένα φαινόμενο που μέσα στην πανδημία συνεχίζεται, αν όχι επιταχύνεται, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα που σε λίγα χρόνια θα φανεί στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο.
Τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις μιλούν διαρκώς για σχέδια επί σχεδίων που θα μετατρέψουν το brain drain σε brain gain, δηλαδή θα κάνουν αυτούς τους επιστήμονες να επιστρέψουν. Ομως, στην πραγματικότητα, η κατάσταση που έχουν διαμορφώσει και αναπαράγουν, μόνο τα αντίθετα αποτελέσματα μπορεί να έχει.
Ξεκινώντας από τα πρώτα βήματα ενός νέου γιατρού, οι λίστες αναμονής για την ειδικότητα είναι τεράστιες, με αποτέλεσμα οι νέοι άνθρωποι που θέλουν να δουλέψουν και να προσφέρουν τις επιστημονικές γνώσεις τους να μην μπορούν να το κάνουν. Τα νοσοκομεία και οι υποδομές υγείας είναι σε μαύρο χάλι και δεν τους προσφέρουν ανθρώπινες συνθήκες εργασίας.
Τα κενά στο ΕΣΥ είναι τεράστια, με αποτέλεσμα να «λιώνουν» στις εφημερίες προσπαθώντας να τα καλύψουν, αλλά υπαμείβονται γι’ αυτό. Από την εξίσωση του μαρτυρίου που υπομένει ένας νέος γιατρός δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι ελαστικές σχέσεις εργασίας και η επισφάλεια, καθώς στη συντριπτική πλειονότητά τους αναγκάζονται να δουλεύουν με συμβάσεις ενός χρόνου, μένοντας έτσι όμηροι των κυβερνήσεων.
Ολα τα παραπάνω εξηγούν τους λόγους για τους οποίους οι νέοι γιατροί εγκαταλείπουν τη χώρα και το Εθνικό Σύστημα Υγείας, αναζητώντας τη σταθερότητα, την ασφάλεια και την αξιοπρεπή ζωή που μπορούν να τους προσφέρουν τα εθνικά συστήματα υγείας άλλων δυτικών χωρών. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον το υπουργείο Υγείας να συγκέντρωνε τον αριθμό των ειδικευόμενων γιατρών που εγκατέλειψαν το ΕΣΥ στα χρόνια του κορωνοϊού. Τότε, ίσως, θα καταλάβαινε και η ηγεσία του πως, αν αυτή η πορεία δεν αντιστραφεί, σε λίγα χρόνια το πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει το ελληνικό κράτος θα είναι κυριολεκτικά ζωής ή θανάτου.