Προβληματισμό προκαλούν τα ευρήματα νέας μελέτης, σύμφωνα με την οποία 400 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως παρουσίασαν επίμονα συμπτώματα (long COVID) μετά τη λοίμωξη του κορωνοϊού και πολλοί εξακολουθούν να υποφέρουν δύο χρόνια μετά την έναρξή τους.
Οι επιστήμονες επιχείρησαν να αποτυπώσουν όσα είναι γνωστά για την long Covid σε όλο τον κόσμο τέσσερα χρόνια μετά την καταγραφή των πρώτων συμπτωμάτων. Όπως διαπίστωσαν, το 6% των ενηλίκων σε όλο τον κόσμο είχαν ή έχουν long Covid. Το ίδιο και το 1% των παιδιών. Τα ποσοστά αυτά αντιστοιχούν σε 400 εκατομμύρια άτομα όλων των ηλικιών.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, το 7% έως 10% των ασθενών με long COVID χρειάζονται περισσότερα από 2 χρόνια για να αναρρώσουν πλήρως. Επιπλέον ορισμένες εκδηλώσεις της εμμένουσας λοίμωξης είναι χρόνια νοσήματα. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται η καρδιοπάθεια, ο σακχαρώδης διαβήτης, η μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα (σύνδρομο χρονίας κοπώσεως) και η δυσαυτονομία (δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος).
«Επηρεάζει δραστικά την ευεξία των πασχόντων, καθώς και την ικανότητά τους να εργάζονται, να έχουν κοινωνική ζωή, να φροντίζουν τους άλλους, να διεκπεραιώνουν τις υποχρεώσεις τους και να συμμετέχουν σε δραστηριότητες της κοινότητας», τονίζουν οι ερευνητές και συνεχίζουν: «Όλ’ αυτά επηρεάζουν και τις οικογένειες, τους φροντιστές και τις κοινότητές τους».
Εκτός εργασίας εκατομμύρια ενήλικες
Παράλληλα, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, 2 έως 4 εκατομμύρια ενήλικες βρίσκονταν εκτός εργασίας το 2022 λόγω της long COVID. Αναφέρουν ακόμα πως οι πάσχοντες από αυτήν έχουν 10% λιγότερες πιθανότητες να είναι εργαζόμενοι, έναντι όσων ουδέποτε έχουν νοσήσει από τον κορωνοϊό.
Οι ασθενείς αναγκάζονται επίσης συχνά να μειώνουν τις ώρες εργασίας τους. Ένας στους τέσσερις, εξ άλλου, περιορίζει τις δραστηριότητες εκτός δουλειάς, ώστε να μπορεί να συνεχίζει να εργάζεται.
«Δυστυχώς, ελάχιστα εξακολουθούν να είναι γνωστά για την αντιμετώπιση της εμμένουσας λοίμωξης», σημειώνουν οι επιστήμονες στο άρθρο τους και καταλήγουν: «Υπάρχει, δε, σχεδόν πλήρης απουσία στοιχείων από τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες για να καθοδηγήσουν τις αποφάσεις για θεραπεία. Όσον αφορά τις αιτίες της, υπάρχουν αρκετές θεωρίες αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα».