Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλούν τα αποτελέσματα μελέτης σχετικά με τις σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες και την ικανότητα ανταπόκρισης των ασθενών στα ερεθίσματα που δέχονται.
Σύμφωνα με την έρευνα που δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine, ορισμένοι ασθενείς που βρίσκονται σε κώμα, μπορεί να ανταποκρίνονται περισσότερο στα ερεθίσματα από το περιβάλλον γύρω τους από όσο πίστευαν οι επιστήμονες. Είναι χαρακτηριστικό πως περίπου 1 στους 4 ασθενείς ανταποκρίνεται στις οδηγίες κρυφά, με τον εγκέφαλό τους να δείχνει δραστηριότητα παρόλο που το σώμα τους δεν κινείται.
Όταν οι γιατροί ζήτησαν από τους ασθενείς να σκεφτούν ότι ανοίγουν και κλείνουν το χέρι τους, εκείνοι παρά το γεγονός πως βρίσκονταν σε κώμα, εμφάνισαν εγκεφαλική δραστηριότητα δείχνοντας ότι ακολουθούσαν επανειλημμένα αυτήν την οδηγία, όπως έδειξαν οι σαρώσεις εγκεφάλου MRI και EEG. «Αυτά τα αποτελέσματα εγείρουν κρίσιμα ηθικά, κλινικά και επιστημονικά ερωτήματα – όπως πώς μπορούμε να εκμεταλλευτούμε αυτή την αόρατη γνωστική ικανότητα για να δημιουργήσουμε ένα σύστημα επικοινωνίας και να προωθήσουμε την περαιτέρω ανάκαμψη;» επεσήμανε η επικεφαλής ερευνήτρια Yelena Bodien, του Κέντρου Νευροτεχνολογίας και Νευροανάκτησης του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης.
Τα αποτελέσματα της μελέτης
Όπως έγινε γνωστό, οι ερευνητές εξέτασαν συνολικά 241 άτομα με εγκεφαλική βλάβη που δεν εμφάνιζαν εξωτερικά σημάδια συνείδησης, όπως το να μπορούν να ανταποκρίνονται σε απλές οδηγίες. Η μελέτη περιελάμβανε δεδομένα από συμμετέχοντες σε έξι διαφορετικές τοποθεσίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρώπη, σε περίοδο περίπου 15 χρόνων. Άπαντες οι ασθενείς είχαν υποστεί σοβαρά εγκεφαλικά τραύματα, είτε από εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή ανακοπή ή ένα τροχαίο ατύχημα.
Όπως προέκυψε από τις μαγνητικές εγκεφάλου, 60 από τους ασθενείς που ήταν σε κώμα (25%) προσπαθούσαν πράγματι να ανταποκριθούν σε αυτές τις οδηγίες, αλλά δεν είχαν κανέναν έλεγχο στο σώμα τους. «Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται γνωστική κινητική διάσταση», υπογραμμίζουν οι ερευνητές, προσθέτοντας πως οι ασθενείς κατανοούν τη γλώσσα, θυμούνται οδηγίες και μπορούν να διατηρήσουν την προσοχή τους, αλλά η σχέση μεταξύ της σκέψης και των κινητικών τους ικανοτήτων έχει διασπαστεί.
Ως εκ τούτου, η ανακάλυψη αυτή δίνει νέες δυνατότητες στους θεράποντες γιατρούς, αλλά και νέα ελπίδα στους ασθενείς, καθώς τώρα που γνωρίζουν πως ορισμένοι από αυτούς έχουν επίγνωση αλλά αδυνατούν να ανταποκριθούν, μπορούν να επικεντρωθούν σε νέες μεθόδους αποκατάστασης.