Καμπανάκι κινδύνου χτυπούν οι επιστήμονες σχετικά με την άνοδο της θερμοκρασίας, εκφράζοντας την πεποίθηση πως, στην περίπτωση που δεν ληφθούν μέτρα, οι θάνατοι που συνδέονται με τις επιπτώσεις των υψηλών θερμοκρασιών αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα. Σύμφωνα με σχετικές μελέτες, η Αθήνα κατατάσσεται στις 10 ευρωπαϊκές πόλεις που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνει πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Medicine», η οποία δείχνει ότι η κλιματική αλλαγή ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση της θνησιμότητας στην Ευρώπη έως και κατά 50%. Η έρευνα, με επικεφαλής επιστήμονες από το London School of Hygiene & Tropical Medicine, βασίστηκε στην ανάλυση δεδομένων θερμοκρασίας και θνησιμότητας από 854 αστικές περιοχές με πληθυσμό άνω των 50.000 κατοίκων σε 30 ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ελλάδα εξετάστηκαν στοιχεία από Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο, Λάρισα, Βόλο, Ιωάννινα, Καβάλα, Καλαμάτα, Τρίκαλα, Σέρρες, Κατερίνη, Ξάνθη και Χανιά.
Στο πλαίσιο της έρευνας, οι επιστήμονες εκτίμησαν τους μελλοντικούς θανάτους λόγω ψύχους και ζέστης στις περιοχές αυτές υπό διαφορετικά σενάρια κλιματικής αλλαγής, δημογραφικά σενάρια και σενάρια προσαρμογής του πληθυσμού στις συνθήκες αυτές, για την περίοδο 2015-2099. Στην έρευνα λήφθηκε υπόψη η ημερήσια μέση θερμοκρασία, αλλά όχι καιρικά φαινόμενα που θα μπορούσαν να τροποποιήσουν τον εκτιμώμενο αριθμό θανάτων, όπως οι ακραίες νυχτερινές θερμοκρασίες και οι συνθήκες υγρασίας.
Η έρευνα δείχνει ότι οι περιοχές της Μεσογείου και της ανατολικής Ευρώπης είναι οι πιο ευάλωτες στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Στις 10 ευρωπαϊκές πόλεις που προβλέπεται να καταγράψουν τον υψηλότερο αριθμό θανάτων λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας έως το τέλος του αιώνα, η Αθήνα κατατάσσεται στην έκτη θέση. Σύμφωνα με το χειρότερο σενάριο, ο αριθμός των θανάτων που σχετίζονται με τη θερμότητα αναμένεται να φτάσει τους 87.523 έως το 2099.
Την πρώτη θέση κατέχει η Βαρκελώνη με εκτιμώμενους 246.082 θανάτους, ενώ ακολουθούν η Ρώμη, η Νάπολη, η Μαδρίτη και το Μιλάνο. Μετά την Αθήνα, τη δεκάδα συμπληρώνουν η Βαλένθια, η Μασσαλία, το Βουκουρέστι και η Γένοβα. Τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν τη σοβαρότητα των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης και τη σημασία της ενίσχυσης των μέτρων πρόληψης και προσαρμογής.
«Ο αστικός πληθυσμός είναι πιο επιβαρυμένος από την αυξημένη θερμοκρασία, γιατί υπάρχει και αστική θερμική νησίδα, που σημαίνει ότι ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένες οι πόλεις, με το λιγοστό πράσινο, τη μεγάλη πυκνή δόμηση, τα ψηλά κτίρια και το πολύ μπετόν, ανεβάζει τη θερμοκρασία περισσότερο και δεν επιτρέπει να πέσει η θερμοκρασία τη νύχτα. Επομένως, ξέρουμε ότι έχουμε πολύ μεγαλύτερες επιδράσεις στα αστικά κέντρα σε σχέση με τις ευρύτερες περιφέρειες» εξηγεί η ομότιμη καθηγήτρια Βιοστατιστικής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας στο Imperial College London, Κλέα Κατσουγιάννη, η οποία συμμετείχε στη μελέτη μαζί με την καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Εύη Σαμόλη.
Στην Ελλάδα, στο χειρότερο σενάριο κλιματικής αλλαγής υπολογίζεται ότι την πενταετία 2050-2054 θα μειωθούν οι θάνατοι από το κρύο κατά 30,7 άτομα ανά 100.000 κατοίκους κάθε έτος, όμως λόγω ζέστης θα πεθάνουν 64,2 άτομα περισσότερα ανά 100.000 κατοίκους ετησίως. Την πενταετία 2095-2099 η κατάσταση προβλέπεται ακόμα χειρότερη, με τη μείωση των θανάτων από κρύο να είναι 55,8, αλλά την αύξηση των θανάτων από ζέστη 175,4.
Αξίζει να σημειωθεί πως στην έρευνα μελετήθηκαν μόνο οι θάνατοι από τις μεταβολές στη θερμοκρασία, ωστόσο η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην υγεία των πληθυσμών δεν είναι μόνο αυτή. «Η αύξηση της θνησιμότητας είναι τρομερή στις υψηλές θερμοκρασίες. Φαίνεται λοιπόν ότι ο αριθμός των ανθρώπων που πεθαίνουν από θερμοπληξία επηρεάζεται πολύ, ωστόσο δεν έχουμε επαρκή στοιχεία για να μελετήσουμε πώς επηρεάζονται και άλλες πτυχές της υγείας. Για παράδειγμα, ξέρουμε ότι αυξάνονται τα εργατικά ατυχήματα, ωστόσο αυτή η σύνδεση με την κλιματική αλλαγή δεν έχει μελετηθεί επαρκώς, γιατί δεν υπάρχουν δεδομένα σε ευρύ πληθυσμιακό πεδίο στην Ευρώπη» παρατηρεί η κυρία Κατσουγιάννη.