Το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης (ΣΧΚ) – Chronic Fatigue Syndrome (CFS), είναι μια χρόνια ασθένεια, που χαρακτηρίζεται από υπερβολική κόπωση, διάρκειας μεγαλύτερης των έξι μηνών.
- Γράφει η Κέλλυ Χολέβα (MSc), Κλινική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
Γνωστό και ως Μυαλγική Εγκεφαλομυελίτιδα (ME), ή αλλιώς Συστηματική Νόσος Κόπωσης ή Έλλειψης Υπομονής (SEID), το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης αποτελεί μια πολύπλοκη, πολυπαραγοντική, σοβαρή και εξουθενωτική νόσος που χαρακτηρίζεται από τεράστια σωματική και ψυχική εξάντληση, αίσθημα γενικής κακουχίας, ελαττωμένη πνευματική διαύγεια και λειτουργικότητα, δυσκολίες σκέψης, πνευματική και ψυχολογική κούραση, αδυναμία συγκέντρωσης, ζάλη, ναυτία, αίσθημα «θολούρας» και διπλωπία, δυσκολίες προσανατολισμού και προβλήματα ισορροπίας, ταχυκαρδίες, αλλεργίες ή ευαισθησία σε τροφές, συμπτώματα Συνδρόμου Ευερέθιστου Εντέρου, αίσθημα μετεωρισμού, πόνο στο στομάχι, διάρροια ή δυσκοιλιότητα ή και εναλλαγές τους, κατάθλιψη, κυκλικό συναίσθημα με εναλλαγές διάθεσης, χαμηλή αυτοεκτίμηση, ανησυχία, νευρικότητα έως και κρίσεις πανικού.
Τα συμπτώματα δύναται να επιδεινωθούν μετά από οποιαδήποτε δραστηριότητα – σωματική ή ψυχική (αδιαθεσία μετά την άσκηση – PEM).
Στο Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης, ο ασθενής διακατέχεται από μια επίμονη και ανεξήγητη κόπωση, η οποία δε βελτιώνεται μετά από ύπνο ή ξεκούραση. Σταδιακά, τα συμπτώματα καταλήγουν εξουθενωτικά για το άτομο, το οποίο βλέπει την ποιότητα ζωής του να πλήττεται ριζικά. Μπορεί εξωτερικά να μην φαίνεται άρρωστο, αλλά δεν είναι σε θέση να φέρει σε πέρας τις κανονικές του δραστηριότητες.
Πρόκειται για μια αόρατη νόσο, που δεν μπορεί να ερμηνευτεί από άλλη παθολογική κατάσταση του ασθενούς, ούτε μπορεί να εξηγηθεί από μια μόνο ιατρική περίπτωση. Στην πραγματικότητα, μια εκ των πιο βασικών προκλήσεων της νόσου είναι ότι δε δύναται να διαγνωστεί μέσω των εργαστηριακών εξετάσεων. Αυτό είναι και το παράδοξο της νόσου. Οι συνήθεις εξετάσεις του ασθενούς είναι φυσιολογικές. Το αίσθημα όμως αυτής της έντονης και συνεχόμενης κόπωσης δε φεύγει. Αντίθετα, συνεχίζει σταθερά να επιδεινώνεται με το πέρασμα του χρόνου.
Κύρια συμπτώματα
Η συμπτωματολογία της νόσου είναι σύνθετη και δυσδιάγνωστη. Υπολογίζεται ότι ένας μεγάλος αριθμός ασθενών διαγιγνώσκεται λανθασμένα ή παραμένει αδιάγνωστος. Για τον λόγο αυτό, είναι πολύ σημαντική η διαφορική διάγνωση. Ο αποκλεισμός, δηλαδή, ασθενειών παρόμοιας συμπτωματολογίας, όπως του υποθυρεοειδισμού, των Διαταραχών Ύπνου, της Ινομυαλγίας, της σοβαρής Καταθλιπτικής Διαταραχής, της πολλαπλής Σκλήρυνσης, της Λοιμώδους Μονοπυρήνωσης, της Νόσου του Lyme, του Ερυθηματώδη Λύκου, της σοβαρής μορφής παχυσαρκίας κ.ά., είναι σημαντικός για να οδηγηθούμε στη διάγνωση του Συνδρόμου Χρόνιας Κόπωσης.
Για να διαγνωστεί λοιπόν ένα άτομο με Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης πρέπει να εμφανίζει σοβαρού βαθμού κόπωση, διάρκειας τουλάχιστον 6 μηνών, η οποία δεν οφείλεται σε άλλα κλινικά αίτια, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Ταυτόχρονα, πρέπει να συνυπάρχουν 4 ή περισσότερα συμπτώματα για τουλάχιστον 6 συνεχόμενους μήνες από τα ακόλουθα:
• Μυαλγία
• Πονοκέφαλος, ημικρανία
• Πολυαρθραλγία, άνευ οιδήματος ή ερυθρότητας
• Διευρυμένοι λεμφαδένες
• Ξηρότητα λαιμού
• Διαταραγμένος ύπνος που ακόμη και μετά από παρατεταμένη διάρκεια ούτε αναζωογονεί, ούτε ανακουφίζει
• Κόπωση έπειτα από έντονη άσκηση, διάρκειας μεγαλύτερης των 24 ωρών
Ποια είναι όμως τα αίτια εκδήλωσης του Συνδρόμου;
Τα ακριβή αίτια δεν είναι ακόμα γνωστά. Θεωρείται ότι στην εμφάνιση του συνδρόμου συντελούν τόσο σωματικοί και ψυχολογικοί παράγοντες. Φαίνεται ότι οι ιογενείς λοιμώξεις (ερυθρά, ιός Epstein-Barr, SARS-CoV-2, ιός Ross River, coxsackie B, ιλαρά, ανθρώπινος ερπητοϊός ή άλλος ιός), η κακή απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος, οι ορμονικές ανισορροπίες, οι αλλεργίες ή ευαισθησίες σε τρόφιμα, η κοιλιοκάκη, η χρόνια χαμηλή αρτηριακή πίεση και η διατροφική ανεπάρκεια είναι παράγοντες κινδύνου εμφάνισης του Συνδρόμου. Ακόμα, το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης φαίνεται να συνδέεται με το οξειδωτικό στρες και μπορεί να εμφανιστεί ως αντίδραση μετά από παρατεταμένο στρες. Τέλος, η εμφάνιση του συνδρόμου ενδέχεται να είναι και κληρονομικής φύσεως.
Επιδημιολογικά, σύμφωνα με το CDC (2024) υπολογίζεται ότι έως και 3,3 εκατομμύρια άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες πάσχουν από Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης με περισσότερους από 9 στα 10 να μην έχουν επίσημη διάγνωση από γιατρό. Οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να το αναπτύξουν συγκριτικά με τους άνδρες και είναι πιο συχνό να εντοπιστεί σε γυναίκες ηλικίας 40 έως 50 ετών. Παρά το γεγονός ότι είναι πιο συχνό σε άτομα μέσης ηλικίας, μπορεί να επηρεάσει και παιδιά, με τους έφηβους να επηρεάζονται περισσότερο σε σχέση με τα παιδιά μικρότερης ηλικίας.
Τρόποι αντιμετώπισης και Θεραπεία
Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει μια ενδεδειγμένη θεραπεία για το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης. Ωστόσο, μια πολυπαραγοντική νόσος απαιτεί μια ολιστική αντιμετώπιση, η οποία θα περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή για ανακούφιση συμπτωμάτων, (π.χ. του πόνου) και την αντιμετώπιση ψυχικών συννοσηροτήτων (π.χ. SSRIs), ψυχολογική υποστήριξη του ατόμου μέσω της Γνωσιακής – συμπεριφορικής Ψυχοθεραπείας για την αντιμετώπιση δευτερογενούς άγχους ή κατάθλιψης και των διαταραχών του ύπνου, ψυχοεκπαίδευση του ατόμου σε τεχνικές χαλάρωσης και εργαλεία διαχείρισης του άγχους, καθώς και του περιβάλλοντός του για το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης και τους αποτελεσματικότερους τρόπους στήριξης ενός πάσχοντα από το εν λόγω Σύνδρομο, Ομαδική Ψυχοθεραπεία για κοινή εμπειρία και στήριξη, αλλά και αλλαγές στη διατροφή, στη ρουτίνα του ύπνου και γενικότερα στον τρόπο ζωής του ατόμου.
Σε περίπτωση που εντοπίζετε αντίστοιχα συμπτώματα, τα οποία παρατηρείτε να επιμένουν για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, δεν υπάρχει λόγος συνέχισης της προσπάθειας εκλογίκευσης των συμπτωμάτων. Μην αφήνετε άλλο την κατάσταση αυτή να παγιώνεται και να δυσκολεύει την καθημερινότητά σας. Αναζητείστε άμεσα τη βοήθεια των ειδικών.
Δείτε επίσης:
Πότε και γιατί μας «χτυπούν» τα ψυχοσωματικά;